εὐνόητος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evnoitos
|Transliteration C=evnoitos
|Beta Code=eu)no/htos
|Beta Code=eu)no/htos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[easily understood]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[intelligent]], <b class="b3">οἰκονόμος</b> Vett. Val.<span class="bibl">45.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[well-disposed]], τινι Anon. <span class="title">in Rh.</span>88.29.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[easily understood]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[intelligent]], [[οἰκονόμος]] Vett. Val.<span class="bibl">45.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[well-disposed]], τινι Anon. <span class="title">in Rh.</span>88.29.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:35, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνόητος Medium diacritics: εὐνόητος Low diacritics: ευνόητος Capitals: ΕΥΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: eunóētos Transliteration B: eunoētos Transliteration C: evnoitos Beta Code: eu)no/htos

English (LSJ)

ον,

   A easily understood, Iamb.Protr.21.    II intelligent, οἰκονόμος Vett. Val.45.28.    2 well-disposed, τινι Anon. in Rh.88.29.

German (Pape)

[Seite 1083] leicht einzusehen, zu begreifen.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐνόητος)
αυτός που τον καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο»)
νεοελλ.
φρ. «είναι ευνόητο» — είναι φανερό, σαφές, μπορεί να το ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως
μσν.
(για σύγγραμμα) κατανοητός
αρχ.
1. ευφυής, έξυπνος
2. ο διατεθειμένος καλά, ο ευνοϊκός.
επίρρ...
ευνοήτως (Μ εὐνοήτως)
ευκολονόητα, φανερά, σαφώς
μσν.
με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση, σκόπιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νοητός (< νοώ < νους)].