μέλινος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melinos | |Transliteration C=melinos | ||
|Beta Code=me/linos | |Beta Code=me/linos | ||
|Definition=(A), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[μελίνη]] 1, cited by Harp. from <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>1.2.22</span>, <span class="bibl">1.5.10</span> ( | |Definition=(A), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[μελίνη]] 1, cited by Harp. from <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>1.2.22</span>, <span class="bibl">1.5.10</span> ([[μελίνην]] codd.), cf. <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>8.1.4</span>, Diocl. Fr.113.</span><br /><span class="bld">μέλῐνος</span> (B), Ep. μείλινος (also in late Prose, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> μειλίνη ὕλη <span class="bibl">Orib.49.3.1</span>), η, ον, (μελία) [[ashen]], μείλινον ἔγχος <span class="bibl">Il.5.655</span>; <b class="b3">δόρυ μείλινον</b> ib.<span class="bibl">666</span>, al.; ἷζε δ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ <span class="bibl">Od.17.339</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 8 July 2020
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = μελίνη 1, cited by Harp. from X. An.1.2.22, 1.5.10 (μελίνην codd.), cf. Thphr. HP8.1.4, Diocl. Fr.113.
μέλῐνος (B), Ep. μείλινος (also in late Prose,
A μειλίνη ὕλη Orib.49.3.1), η, ον, (μελία) ashen, μείλινον ἔγχος Il.5.655; δόρυ μείλινον ib.666, al.; ἷζε δ' ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ Od.17.339.
German (Pape)
[Seite 123] = μελίϊνος, eschen, Od. 17, 339, in der Il. in der ep. Form μείλινος. ὁ, = μελίνη, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
μέλινος: ο, = μελίνη, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἁρποκρ. ἐκ τῆς Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22., 5, 10, ἔνθα νῦν φέρεται μελίνην.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de frêne.
Étymologie: μελία.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
μέλινος, ὁ (Α)
το φυτό μελίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μελίνη με αλλαγή γένους].
(II)
-η -ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, -ίνη, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ' ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος. Ο τ. μειλινός με -ει- οφείλεται είτε σε μετρική έκταση είτε σε αντέκταση (< σμελF-)
βλ. και λ. μελία.
Greek Monotonic
μέλῐνος: Επικ. μείλινος, -η, -ον (μελία), κατασκευασμένος από ξύλο μελιάς, Λατ. fraxineus, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μέλῐνος: эп. тж. μείλῐνος 3 сделанный из ясеня, ясеневый (οὐδός, ἔγχος Hom.).
Middle Liddell
μέλῐνος, επιξ μείλινος, η, ον μελία
ashen, Lat. fraxineus, Hom.