πολυκύμων: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykymon | |Transliteration C=polykymon | ||
|Beta Code=poluku/mwn | |Beta Code=poluku/mwn | ||
|Definition=[κῡ], ον, gen. ονος, ( | |Definition=[κῡ], ον, gen. ονος, ([[κῦμἀ]] = foreg., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> πόντος <span class="bibl">Sol.13.19</span>, <span class="bibl">Emp.38.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (κύω) [[bringing forth much]], gloss on [[ἐρικύμων]], Sch.<span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>119</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 8 July 2020
English (LSJ)
[κῡ], ον, gen. ονος, (κῦμἀ = foreg.,
A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3. II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.
German (Pape)
[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.
Greek Monolingual
(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].
(II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].
Greek Monotonic
πολῠκύμων: -ον, γεν. -ονος (κῦμα), αυτός που παράγει πολλά κύματα, σε Σόλωνα.
Russian (Dvoretsky)
πολυκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий (πόντος Emped.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.