χοληδόχος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cholidochos | |Transliteration C=cholidochos | ||
|Beta Code=xolhdo/xos | |Beta Code=xolhdo/xos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[containing bile]], κύστις χ. [[gall-bladder]], <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">Pr.</span>1.40</span>; <b class="b3">ἡ χ</b>. (without | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[containing bile]], κύστις χ. [[gall-bladder]], <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">Pr.</span>1.40</span>; <b class="b3">ἡ χ</b>. (without [[κύστις]]) <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>4.12</span>; <b class="b3">τὸ χ. ἀγγεῖον</b> ib.<span class="bibl">5.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 8 July 2020
English (LSJ)
ον,
A containing bile, κύστις χ. gall-bladder, Alex.Aphr. Pr.1.40; ἡ χ. (without κύστις) Gal.UP4.12; τὸ χ. ἀγγεῖον ib.5.2.
German (Pape)
[Seite 1363] die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.
Greek (Liddell-Scott)
χοληδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος περιέχων τὴν χολήν, κύστις χ., εἰς ἣν ἐκ τοῦ ἥπατος συνάγεται ἡ χολή, καὶ χοληδόχος (ἄνευ τοῦ κύστις) Γαλην. τ. 3, σ. 208, τ. 4, σ. 102, 143, 381· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 635.
Greek Monolingual
και χολοδόχος, -ο / χοληδόχος και χολοδόχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, και χολιοδόχος, -ον, Α
1. αυτός που περιέχει χολή
2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις»
ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια του ήπατος, για την αποθήκευση της χολής στα μεσοδιαστήματα τών γευμάτων
β) «χοληδόχος πόρος»
ανατ. το τελικό τμήμα της κύριας χοληφόρου οδού, συνέχεια του κοινού ηπατικού πόρου, μετά την εκβολή του κυστικού πόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, οὐρο-δόχος. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. choledoch].