ὀξυδερκής: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyderkis | |Transliteration C=oksyderkis | ||
|Beta Code=o)cuderkh/s | |Beta Code=o)cuderkh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sharp-sighted]], [[quick-sighted]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>25</span>, al. : Comp. -έστερος <span class="bibl">Id.<span class="title">Vit.Auct.</span>26</span>, <span class="bibl">Hegesand.9</span> ; ὄψις <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>262.10</span> : Sup. -έστατος <span class="bibl">Hdt.2.68</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>834b28</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Ph.1.590</span> : Comp. <b class="b3">-έστερον</b> ib.<span class="bibl">229</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Act., [[promoting quickness of sight]], ὕδωρ <span class="bibl">Diocl.Fr.128</span>, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 9 July 2020
English (LSJ)
ές,
A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al. : Comp. -έστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9 ; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10 : Sup. -έστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. -κῶς Ph.1.590 : Comp. -έστερον ib.229. II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.
German (Pape)
[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a le regard perçant.
Étymologie: ὀξύς, δέρκομαι.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, -ές)
αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά
νεοελλ.
αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές
η οξυδέρκεια
αρχ.
αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές ὕδωρ», Διοκλ.).
επίρρ...
ὀξυδερκῶς (Α)
με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. πολυ-δερκής].
Greek Monotonic
ὀξῠδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει γρήγορα τη ματιά του, σε Ηρόδ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠδερκής: обладающий острым зрением, зоркий Her., Arst., Luc.