εὔδειπνος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eydeipnos | |Transliteration C=eydeipnos | ||
|Beta Code=eu)/deipnos | |Beta Code=eu)/deipnos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with goodly feasts]], <b class="b3">δαῖτες εὔ</b>. [[well-appointed]], [[sumptuous]] feasts, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>200</span> (anap.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> epith. of departed souls to whom offerings were made (cf. foreg.), παρ' εὐδείπνοις ἔσῃ ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>484</span>; taken by some Gramm. as applied to the festival itself, Hsch., Phot., <span class="title">EM</span>42.3.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:54, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A with goodly feasts, δαῖτες εὔ. well-appointed, sumptuous feasts, E.Med.200 (anap.). II epith. of departed souls to whom offerings were made (cf. foreg.), παρ' εὐδείπνοις ἔσῃ ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός A.Ch.484; taken by some Gramm. as applied to the festival itself, Hsch., Phot., EM42.3.
German (Pape)
[Seite 1061] 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) δαίς, festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100.
Greek (Liddell-Scott)
εὔδειπνος: -ον, δαῖτες εὔδ., καλῶς κατηρτισμέναι εὐωχίαι, Εὐρ. Μήδ. 200. ΙΙ.ἐν Αἰσχύλ. Χο. 484, παρ’ εὐδείπνοις ἔσει ἄτιμος, σημαίνει παρὰ τοῖς νεκροῖς εἰς οὓς προσφέρουσι θυσίας οἱ ζῶντες θὰ εἶσαι ἄτιμος· ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τῶν ἄλλων νεκρῶν μεταλαμβανόντων ἐναγισμῶν σὺ ἄτιμος ἔσει». Πρβλ. Φωτ. λεξ., Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ μέγα Ἐτυμ. σ. 42, 3, ἐν λ. αἰώρα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré par un repas de funérailles somptueux.
Étymologie: εὖ, δεῖπνον.
Greek Monolingual
εὔδειπνος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα
συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι
οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείπνον].
Greek Monotonic
εὔδειπνος: -ον (δεῖπνον), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔδειπνος:
1) получающий богатую погребальную жертву: εὔδειπνα ἔμπυρα Aesch. пышная тризна;
2) (о трапезе) богатый, пышный, роскошный (δαῖτες Eur.).