εὔστολος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eystolos
|Transliteration C=eystolos
|Beta Code=eu)/stolos
|Beta Code=eu)/stolos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[εὐσταλής]] 1.1, ναῦς <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>516</span> (lyr.); ὁλκάς <span class="bibl">A.R.1.603</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[εὐσταλής]] <span class="bibl">1.4</span>, Πλάτων Luc.<span class="title">Epigr.</span>45 (acc. to Planudes).</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[εὐσταλής]] 1.1, ναῦς <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>516</span> (lyr.); ὁλκάς <span class="bibl">A.R.1.603</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[εὐσταλής]] <span class="bibl">1.4</span>, Πλάτων Luc.<span class="title">Epigr.</span>45 (acc. to Planudes).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:00, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστολος Medium diacritics: εὔστολος Low diacritics: εύστολος Capitals: ΕΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: eústolos Transliteration B: eustolos Transliteration C: eystolos Beta Code: eu)/stolos

English (LSJ)

ον,    A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603.    2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).

German (Pape)

[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

Greek Monolingual

εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].

Greek Monotonic

εὔστολος: -ον (στολή), = εὐσταλής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔστολος: хорошо снаряженный, прекрасно оснащенный (ναῦς Soph.).

Middle Liddell

εὔστολος, ον στολή = εὐσταλής, Soph.]