θητεία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thiteia
|Transliteration C=thiteia
|Beta Code=qhtei/a
|Beta Code=qhtei/a
|Definition=ἡ, (θητεύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hired service]], [[service]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1029</span>, <span class="bibl">Isoc.14.48</span>: in pl., ib.<span class="bibl">11.38</span>, <span class="bibl">D.H.2.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[servility]], [[sycophancy]], c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.Vat.</span>67</span>.</span>
|Definition=ἡ, (θητεύω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hired service]], [[service]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1029</span>, <span class="bibl">Isoc.14.48</span>: in pl., ib.<span class="bibl">11.38</span>, <span class="bibl">D.H.2.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[servility]], [[sycophancy]], c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.Vat.</span>67</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:30, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θητεία Medium diacritics: θητεία Low diacritics: θητεία Capitals: ΘΗΤΕΙΑ
Transliteration A: thēteía Transliteration B: thēteia Transliteration C: thiteia Beta Code: qhtei/a

English (LSJ)

ἡ, (θητεύω)    A hired service, service, S.OT1029, Isoc.14.48: in pl., ib.11.38, D.H.2.19.    2 servility, sycophancy, c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν Epicur.Sent.Vat.67.

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. μίσθωσις, δουλεία; Isocr. 14, 48 ἐπὶ θητείαν ἰόντες, Ggstz von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θητεία: ἡ, (θητεύω) ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, ὑπηρεσία, Σοφ. Ο. Τ. 1020, Ἱσοκρ. 306 Α· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 228 Ε, Διον. Ἁλ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaire, prix d’un travail à la journée.
Étymologie: θητεία.

Greek Monolingual

η θητεύω
θητεία)
1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό
2. το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του κληρωτού
3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία του προέδρου της Δημοκρατίας»)
αρχ.
1. η υπηρεσία με μισθό («ἐπὶ θητείαν ἰόντας», Ισοκρ.)
2. δουλοπρέπεια, κολακεία, χαμέρπειαθητεία ὄχλων ἢ δυναστῶν», Επίκ.).

Greek Monotonic

θητεία: ἡ (θητεύω), μισθωμένη υπηρεσία, θητεία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θητεία: ἡ тж. pl. работа по найму, служба (ἐπὶ θητείαν ἰόντες Isocr.): ποιμὴν ἐπὶ θητείᾳ πλάνῃς Soph. пастух, странствующий в поисках работы.

Middle Liddell

θητεία, ἡ, θητεύω
hired service, service, Soph.