καταστύφω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastyfo
|Transliteration C=katastyfo
|Beta Code=katastu/fw
|Beta Code=katastu/fw
|Definition=[ῡ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[astringe]]: metaph. in Pass., of a person, <b class="b3">αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος</b> Men.Rh.<span class="bibl">p.389S.</span>; <b class="b3">τὸ κατεστ</b>. [[sourness]], [[harshness]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>46</span>.</span>
|Definition=[ῡ], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[astringe]]: metaph. in Pass., of a person, <b class="b3">αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος</b> Men.Rh.<span class="bibl">p.389S.</span>; <b class="b3">τὸ κατεστ</b>. [[sourness]], [[harshness]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>46</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:45, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφω Medium diacritics: καταστύφω Low diacritics: καταστύφω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΩ
Transliteration A: katastýphō Transliteration B: katastyphō Transliteration C: katastyfo Beta Code: katastu/fw

English (LSJ)

[ῡ],    A astringe: metaph. in Pass., of a person, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Men.Rh.p.389S.; τὸ κατεστ. sourness, harshness, Plu.Cat.Mi.46.

German (Pape)

[Seite 1383] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφω: ῠ, κάμνω τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, αὐστηρότης, τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».

French (Bailly abrégé)

rendre dur, âpre : τὸ κατεστυμμένον PLUT caractère rude.
Étymologie: κατά, στύφω.

Greek Monolingual

καταστύφω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ στυφό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, -η, -ον
(για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον
μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στύφω «είμαι στυφός»].

Greek Monotonic

καταστύφω: [ῡ], καθιστώ κάτι στυφό ή ξινό — Παθ., μτχ. παρακ. τὸ κατεστυμμένον, ξινότητα, στυφότητα, τραχύτητα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταστύφω: (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυυμένον Plut. жесткость, черствость.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στύφω wrang maken; overdr. ptc. subst. τὸ κατεστυμμένον norsheid.

Middle Liddell


to make sour: Pass., perf. part., τὸ κατεστυμμένον sourness, harshness, Plut.