κυβευτικός: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyveftikos
|Transliteration C=kyveftikos
|Beta Code=kubeutiko/s
|Beta Code=kubeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for dice-playing</b>, ὄργανα <span class="bibl">Aeschin. 1.59</span>; ἐργαλεῖα <span class="bibl">Poll.9.97</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">skilled in dice-playing</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 374c</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for dice-playing</b>, ὄργανα <span class="bibl">Aeschin. 1.59</span>; ἐργαλεῖα <span class="bibl">Poll.9.97</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">skilled in dice-playing</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 374c</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβευτικός Medium diacritics: κυβευτικός Low diacritics: κυβευτικός Capitals: ΚΥΒΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kybeutikós Transliteration B: kybeutikos Transliteration C: kyveftikos Beta Code: kubeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for dice-playing, ὄργανα Aeschin. 1.59; ἐργαλεῖα Poll.9.97.    II skilled in dice-playing, Pl.R. 374c.

German (Pape)

[Seite 1523] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 du jeu de dés;
2 habile au jeu de dés.
Étymologie: κυβεύω.

Greek Monolingual

κυβευτικός, -ή, -όν (Α) κυβεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.)
2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών
3. απατηλός, παραπλανητικός.
επίρρ...
κυβευτικῶς (Α)
απατηλά, παραπλανητικά.

Greek Monotonic

κῠβευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που σχετίζεται με το παίξιμο ζαριών, σε Αισχίν.
II. επιδέξιος στο ρίξιμο των ζαριών, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβευτικός -ή -όν [κυβεύω] goed in het dobbelen.

Russian (Dvoretsky)

κῠβευτικός: II ὁ опытный игрок в кости Plat.
служащий для игры в кости (ὄργανα Aeschin.).

Middle Liddell

κῠβευτικός, ή, όν [from κῠβευτής]
I. of or for dice-playing, Aeschin.
II. skilled in dice-playing, Plat.