λῆδος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lidos | |Transliteration C=lidos | ||
|Beta Code=lh=dos | |Beta Code=lh=dos | ||
|Definition=Dor. λᾶδος, εος, τό, <span class="sense" | |Definition=Dor. λᾶδος, εος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[a cheap common dress]], esp. [[a light summer dress]], <span class="bibl">Alcm.97</span> (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, [[λήδιον]] or <b class="b3">ληδίον, τό</b>, and [[ληδάριον]] (qq.v.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:20, 11 December 2020
English (LSJ)
Dor. λᾶδος, εος, τό, A a cheap common dress, esp. a light summer dress, Alcm.97 (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, λήδιον or ληδίον, τό, and ληδάριον (qq.v.).
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
ledum, c. λῆδον.
2ους (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)
1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος
2. φθαρμένο τριβώνιο, χλαμύδα, πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της υπόσταση].
Greek Monotonic
λῆδος: Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό ένδυμα, σε Αλκμάν.