παροξυντικός: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroksyntikos
|Transliteration C=paroksyntikos
|Beta Code=parocuntiko/s
|Beta Code=parocuntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for inciting]] or [[urging on]], εἴς τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.29</span> ; λόγοι π. πρός τι <span class="bibl">D.20.105</span> ; ἐπί τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[exasperating]], [[provoking]], <span class="bibl">Isoc.1.31</span> : Medic., [[aggravating]] bad symptoms, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.50</span>. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[easily provoked]], τὸ π. τοῦ ἤθους <span class="bibl">Arist. <span class="title">VV</span>1251a8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">π. ἡμέρα</b> day [[of the fit]] in intermittent fevers, Gal. 7.340.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for inciting]] or [[urging on]], εἴς τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.29</span> ; λόγοι π. πρός τι <span class="bibl">D.20.105</span> ; ἐπί τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[exasperating]], [[provoking]], <span class="bibl">Isoc.1.31</span> : Medic., [[aggravating]] bad symptoms, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.50</span>. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[easily provoked]], τὸ π. τοῦ ἤθους <span class="bibl">Arist. <span class="title">VV</span>1251a8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">π. ἡμέρα</b> day [[of the fit]] in intermittent fevers, Gal. 7.340.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυντικός Medium diacritics: παροξυντικός Low diacritics: παροξυντικός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paroxyntikós Transliteration B: paroxyntikos Transliteration C: paroksyntikos Beta Code: parocuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A fit for inciting or urging on, εἴς τι X.Cyr.2.4.29 ; λόγοι π. πρός τι D.20.105 ; ἐπί τι Plu.Pomp.37.    2 exasperating, provoking, Isoc.1.31 : Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a.    II easily provoked, τὸ π. τοῦ ἤθους Arist. VV1251a8.    III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.

German (Pape)

[Seite 526] ή, όν, zum Antreiben gehörig, ermunternd; εἰς τὸ σπεύδειν, Xen. Cyr. 2, 4, 29; λόγοι παροξυντικοὶ πρὸς τὸ παῖσαι, Dem. 20, 105; auch zum Zorne, Isocr. 1, 31 u. Folgde; λόγον παρ. ἐπὶ τὴν ἀναίρεσιν τῶν Ῥωμαίων, Plut. Pomp. 37; – auch adv., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς τὸ προτρέπειν, παροτρύνει, εἴς τι Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 29· πρός τι Δημ. 489. 4· ἐπί τι Πλουτ. Πομπ. 37. 2) ὁ ἐξερεθίζων, παροξύνων, Ἰσοκρ. 9Α· - ὁ ἐπιτείνων τὰ κακὰ συμπτώματα, Ἱπποκρ. 71C, 218H. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 21Α. ΙΙ. ὁ εὐκόλως παροξυνόμενος, τὸ π. τοῦ ἤθους Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 6, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à aiguiser ; fig.
1 propre à exciter, avec εἰς ou πρός ou ἐπί et l’acc.;
2 propre à irriter, à exaspérer.
Étymologie: παρά, ὀξύνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παροξυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παροξύνω
νεοελλ.
αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν αὔλημα», Πολυδ.)
2. αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο ερεθιστικός, ο προκλητικός
3. ιατρ. αυτός που επιτείνει τα κακά συμπτώματα, ο επιδεινωτικός, ο επιβαρυντικός («ἡ δείλη μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροξυντικόν
η ιδιότητα του παροξύνω ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους», Αριστοτ.)
5. φρ. «παροξυντικὴ ἡμέρα» — η ημέρα του παροξυσμού κατά τους διαλείποντες πυρετούς (Γαλ.).
επίρρ...
παροξυντικῶς Α
με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῦ Πινδάρου σφόδρα πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παροξυντικός: -ή, -όν,
1. κατάλληλος να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.
2. απεγνωσμένος, εξοργισμένος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

παροξυντικός:
1) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);
2) раздражающий Isocr.;
3) легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend.

Middle Liddell

παροξυντικός, ή, όν
1. fit for inciting or urging on, Xen., Dem.
2. exasperating, provoking, Isocr.