πολυστεφής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polystefis
|Transliteration C=polystefis
|Beta Code=polustefh/s
|Beta Code=polustefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[decked with many wreaths]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>39</span>; [[earning many crowns]], μόχθοι <span class="title">APl.</span>5.338: c. gen., [[wreathed with]], δάφνης <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>83</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[twisted in many a wreath]], κότινος <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>378</span>; of a serpent (expld. by Sch. as <b class="b3">πολλοὺς στεφάνους ἔχοντες καὶ γραμμάς</b>) <b class="b3">, μύαγροι</b> ib.<span class="bibl">490</span> (s.v.l.; fort. <b class="b3">-στρεφέας</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[containing many circles]], οὐρανός Herm. ap. Stob.1. 49.44.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[decked with many wreaths]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>39</span>; [[earning many crowns]], μόχθοι <span class="title">APl.</span>5.338: c. gen., [[wreathed with]], δάφνης <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>83</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[twisted in many a wreath]], κότινος <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>378</span>; of a serpent (expld. by Sch. as <b class="b3">πολλοὺς στεφάνους ἔχοντες καὶ γραμμάς</b>) <b class="b3">, μύαγροι</b> ib.<span class="bibl">490</span> (s.v.l.; fort. <b class="b3">-στρεφέας</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[containing many circles]], οὐρανός Herm. ap. Stob.1. 49.44.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστεφής Medium diacritics: πολυστεφής Low diacritics: πολυστεφής Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: polystephḗs Transliteration B: polystephēs Transliteration C: polystefis Beta Code: polustefh/s

English (LSJ)

ές,    A decked with many wreaths, A.Eu.39; earning many crowns, μόχθοι APl.5.338: c. gen., wreathed with, δάφνης S.OT83.    II twisted in many a wreath, κότινος Nic. Th.378; of a serpent (expld. by Sch. as πολλοὺς στεφάνους ἔχοντες καὶ γραμμάς) , μύαγροι ib.490 (s.v.l.; fort. -στρεφέας).    III containing many circles, οὐρανός Herm. ap. Stob.1. 49.44.

German (Pape)

[Seite 673] ές, = Vorigem; Aesch. Eum. 39; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer, Soph. O. R. 83; sp. D., wie Nic. Ther. 378. 490.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστεφής: -ές, ὁ διὰ πολλῶν στεφάνων κεκοσμημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 39, Ἀνθ. Πλαν. 338, κτλ.· μετὰ γεν., ἐστεμμένος μέ..., οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ’ εἶρπε παγκάρπου δάφνης Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. συνεστραμμένος οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῇ πολλοὺς στεφάνους, κότινος Νικ. Θηρ. 378.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
orné de nombreuses couronnes ; p. ext. couronné de, gén..
Étymologie: πολύς, στέφος.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μσν.
αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια
2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
3. αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει πολλά στεφάνια
4. (ιδίως για φίδι) κουλουριασμένος
5. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς οὐρανός», Ερμ. Τρισμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στεφής (< στέφος < στέφω), πρβλ. χρυσο-στεφής].

Greek Monotonic

πολυστεφής: -ές (στέφω), στολισμένος με πολλά στεφάνια, σε Αισχύλ.· με γεν., εστεμμένος με, δάφνης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολυστεφής: украшенный множеством венков (μυχός Aesch.): π. κάρα δάφνης Soph. с пышным лавровым венком на голове.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυστεφής -ές [πολύς, στέφω] rijk bekranst:. π. παγκάρπου δάφνης rijk bekranst met vruchtdragende laurier Soph. OT 83.

Middle Liddell

πολυ-στεφής, ές στέφω
decked with many a wreath, Aesch.; c. gen. wreathed with, δάφνης Soph.