πολύκληρος: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykliros | |Transliteration C=polykliros | ||
|Beta Code=polu/klhros | |Beta Code=polu/klhros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with a large portion]] of land, [[exceeding rich]], <span class="bibl">Od.14.211</span>, <span class="bibl">Theoc.16.83</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A with a large portion of land, exceeding rich, Od.14.211, Theoc.16.83.
German (Pape)
[Seite 664] eigtl. von od. mit großem Loose, mit großem Erbtheil, Vermögen, sehr reich; Od. 14, 211; Theocr. 16, 83.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκληρος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κλῆρον, δηλ. μέγα μερίδιον γῆς, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, Ὀδ. Ξ. 211, Θεόκρ. 16. 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a recueilli de nombreux héritages, très riche.
Étymologie: πολύς, κλῆρος.
English (Autenrieth)
of large estate, wealthy, Od. 14.211†.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πολύκλαρος, -ον, Α
1. αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος («ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ' ἐμῆς ἀρετῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλῆρος (πρβλ. ολιγό-κληρος)].
Greek Monotonic
πολύκληρος: -ον, αυτός στον οποίο ανήκει μεγάλο μερίδιο γης, αυτός που έχει μεγάλο κλήρο γης, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκληρος: обладающий большим наследством, весьма богатый (ἄνθρωποι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκληρος -ον [πολύς, κλῆρος] zeer rijk bedeeld.
Middle Liddell
πολύ-κληρος, ον,
of a large lot, with a large portion of land, Od., Theocr.