σηκοκόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikokoros
|Transliteration C=sikokoros
|Beta Code=shkoko/ros
|Beta Code=shkoko/ros
|Definition=ὁ, ἡ, (κορέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cleaner of a stable]], [[byre]], or [[pen]], [[herdsman]], <span class="bibl">Od.17.224</span>, <span class="bibl">Poll.7.151</span>, Suid.; cf. [[σηκηκόρος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[chapel-keeper]], Zonar.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, (κορέω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cleaner of a stable]], [[byre]], or [[pen]], [[herdsman]], <span class="bibl">Od.17.224</span>, <span class="bibl">Poll.7.151</span>, Suid.; cf. [[σηκηκόρος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[chapel-keeper]], Zonar.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκοκόρος Medium diacritics: σηκοκόρος Low diacritics: σηκοκόρος Capitals: ΣΗΚΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: sēkokóros Transliteration B: sēkokoros Transliteration C: sikokoros Beta Code: shkoko/ros

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (κορέω)    A cleaner of a stable, byre, or pen, herdsman, Od.17.224, Poll.7.151, Suid.; cf. σηκηκόρος.    II chapel-keeper, Zonar.

German (Pape)

[Seite 873] 1) der den Stall reinigt, die Aufsicht über Stalle u. Heerden hat, Od. 17, 224; Poll. 7, 151. – 2) Aufseher einer Kapelle.

Greek (Liddell-Scott)

σηκοκόρος: ὁ, ἡ, (κορέω) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, βουκόλος, Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. σηκηκόρος. ΙΙ. νεωκόρος, φύλαξ παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
garçon d’étable ou d’écurie.
Étymologie: σηκός, κορέω¹.

English (Autenrieth)

(κορέω): cleaner of pens or folds, Od. 17.224†.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός
μσν.
(κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος.

Greek Monotonic

σηκοκόρος: ὁ, ἡ (κορέω), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, βοσκός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

σηκοκόρος: ὁ уборщик стойла, скотник Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηκοκόρος -ου, ὁ [σηκός, κοῦρος] stalknecht.

Middle Liddell

σηκο-κόρος, ὁ, ἡ, κορέω
cleaning a byre or pen, a herdsman, Od.