σφηνοειδής: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfinoeidis | |Transliteration C=sfinoeidis | ||
|Beta Code=sfhnoeidh/s | |Beta Code=sfhnoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[wedge-shaped]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.6.8</span>, Ascl.<span class="title">Tact.</span>7.2, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.4.35</span>, Gal.2.752.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:15, 12 December 2020
English (LSJ)
ές, A wedge-shaped, Thphr.CP1.6.8, Ascl.Tact.7.2, Heliod. ap. Orib.49.4.35, Gal.2.752.
Greek (Liddell-Scott)
σφηνοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα σφηνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Ὀρειβάσ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με σφήνα ως προς το σχήμα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το σφηνοειδές
(κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο μονοκλινές σύστημα και αποτελείται από δύο μη παράλληλες έδρες, συμμετρικές ως προς άξονα συμμετρίας 2ης ή 4ης τάξης
2. φρ. α) «σφηνοειδής γραφή»
γλωσσ. σύστημα γραφής που επινοήθηκε από τους αρχαίους Σουμερίους και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην αρχαία Μέση Ανατολή κατά τις τρεις τελευταίες χιλιετίες προ Χριστού
β) «σφηνοειδές δίκαιο» — το σύνολο τών νόμων που είναι γραμμένοι σε σφηνοειδή γραφή, το οποίο περιλαμβάνει τη νομοθεσία τών περισσότερων αρχαίων λαών της Μέσης Ανατολής
γ) «σφηνοειδές οστό»
ανατ. οστό του κρανίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ του ηθμοειδούς προς τα εμπρός και του ινιακού οστού προς τα πίσω
δ) «σφηνοειδής κόλπος»
ανατ. κοιλότητα μέσα στο σώμα του σφηνοειδούς οστού, η οποία εκβάλλει στο κύτος της μύτης
ε) «σφηνοειδή οστά (του ταρσού)»
ανατ. τρία οστά του πρόσθιου στοίχου του ταρσού, αριθμούμενα από το έσω χείλος του άκρου ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -ειδής).