ἀτεκνία: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(1a) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ateknia | |Transliteration C=ateknia | ||
|Beta Code=a)tekni/a | |Beta Code=a)tekni/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[childlessness]], [[barrenness]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1265b10</span>, <span class="bibl">Ph. 1.201</span>, etc.: pl., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1265a41</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:03, 12 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A childlessness, barrenness, Arist.Pol.1265b10, Ph. 1.201, etc.: pl., Arist.Pol.1265a41.
German (Pape)
[Seite 384] ἡ, Kinderlosigkeit, Arist. pol. 2, 3; Plut. Thes. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεκνία: ἡ, ἡ ἔλλειψις τέκνων, στείρωσις, διὰ τὰς ἀτεκνίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 12, κ. ἀλλ.· διὸ καὶ τὰ ἀτέραμνα ὕδατα καὶ ψυχρὰ τὰ μὲν ἀτεκνίαν ποιεῖ, τὰ δὲ θηλυτοκίαν ὁ αὐτ. π. Ζ. γεν. 2. ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
privation d’enfants ou de petits.
Étymologie: ἄτεκνος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de hijos ὡρίσθαι ... τὴν τεκνοποιίαν ... πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ἀτεκνίαν Arist.Pol.1265b10, cf. 1265a41, τῆς τῶν ἡμιόνων ἀτεκνίας Arist.GA 749a10, τῆς ἀτεκνίας ἀπαλλάξειν Αἰγέα Plu.Thes.12, ἀτεκνία ἢ ὀλιγοτεκνία Ptol.Tetr.4.6.1, cf. Ph.1.201, Poll.3.14.
2 fig. esterilidad, desolación ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ τῶν καλῶν, καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου LXX Ps.34.12, cf. Thdt.M.80.1112C.
Greek Monolingual
η (AM ἀτεκνία) άτεκνος
το να μην έχει ή να μη μπορεί να αποκτήσει κάποιος παιδιά.
Greek Monotonic
ἀτεκνία: ἡ, ατεκνία, έλλειψη παιδιών, στείρωση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτεκνία: ἡ тж. pl. бездетность Arst., Plut.
Middle Liddell
[From ἄτεκνος
childlessness, Arist.