ἐπιταχύνω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitachyno | |Transliteration C=epitachyno | ||
|Beta Code=e)pitaxu/nw | |Beta Code=e)pitaxu/nw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[hasten on]], [[urge forward]], τινὰ τῆς ὁδοῦ <span class="bibl">Th.4.47</span> ; <b class="b3">τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>29</span>, <span class="bibl">Hdn.2.11.1</span> ; <b class="b3">τὴν φράσιν</b> [[making]] it [[rapid]], Plu.2.1011e ; τὴν σύνθεσιν <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>20</span> ; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην <span class="bibl">Paus.8.51.4</span>:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span> 68</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:06, 12 December 2020
English (LSJ)
A hasten on, urge forward, τινὰ τῆς ὁδοῦ Th.4.47 ; τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν, Plu.Per.29, Hdn.2.11.1 ; τὴν φράσιν making it rapid, Plu.2.1011e ; τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.20 ; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Paus.8.51.4:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος Plu.Ant. 68.
German (Pape)
[Seite 989] beschleunigen, antreiben, μαστιγοφόροι ἐπετάχυνον τῆς ὁδοῦ τοὺς σχολαίτερον προσιόντας Thuc. 4, 47; τὸν πόλεμον Plut. Pericl. 29; a. Sp., wie Hdn. τὴν ὁδόν 2, 11, 2; τὴν πεπρωμένην Paus. 8, 51, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτᾰχύνω: ἐπισπεύδω, τινὰ τῆς ὁδοῦ Θουκ. 4. 47· τὸν πόλεμον, τὴν πορείαν, Πλουτ. Περικλ. 29, κτλ. τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν ταχεῖαν, τρέχουσαν, ὁ αὐτ. 2. 1011Ε· τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Παυσ. 8. 51, 4. ― Παθ., ὑπὸ μαστίγων ἐπιταχυνομένους Πλουτ. Ἀντών. 68.
French (Bailly abrégé)
hâter, presser.
Étymologie: ἐπί, ταχύνω.
Greek Monolingual
(Α ἐπιταχύνω) ταχύνω
αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «επιταχύνω φράσιν ή σύνθεσιν» — καθιστώ τη φράση ή τη σύνθεση ρέουσα.
Greek Monotonic
ἐπιτᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, επισπεύδω, επείγω, ωθώ προς τα εμπρός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτᾰχύνω: (ῡ) ускорять, торопить (τὴν πορείαν Plut.): ἐ. τινὰ τῆς ὁδοῦ Thuc. заставлять кого-л. ускорять ход.