σχολικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=scholikos
|Transliteration C=scholikos
|Beta Code=sxoliko/s
|Beta Code=sxoliko/s
|Definition=ή, όν, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σχολή <span class="bibl">11</span>) [[scholastic]], ὑπομνήματα <span class="bibl">Ath.3.83b</span>; παράδοσις Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.1</span>; [[academic]], σ. συγγυμνασία <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span> 213.2</span>; <b class="b3">σ. πλάσματα</b> [[school]] compositions, <span class="bibl">D.Chr.18.18</span>; <b class="b3">σ. ἀγνόημα</b> an error [[of the]] (Aristarchean) [[school]], Sch.<span class="bibl">Il.2.111</span>; <b class="b3">σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν</b>, more [[like lectures]] than a handbook, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>22</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[after the manner of the schools]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[long-winded]], [[tedious]], Longin.3.5, 10.7. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[scholarly]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span> 2.9.2</span> (Sup.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σχολικά, τά</b>, = [[causae summatim excerptae]], Gloss.</span>
|Definition=ή, όν, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σχολή ''ΙΙ'') [[scholastic]], ὑπομνήματα <span class="bibl">Ath.3.83b</span>; παράδοσις Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.1</span>; [[academic]], σ. συγγυμνασία <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span> 213.2</span>; <b class="b3">σ. πλάσματα</b> [[school]] compositions, <span class="bibl">D.Chr.18.18</span>; <b class="b3">σ. ἀγνόημα</b> an error [[of the]] (Aristarchean) [[school]], Sch.<span class="bibl">Il.2.111</span>; <b class="b3">σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν</b>, more [[like lectures]] than a handbook, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>22</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[after the manner of the schools]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[long-winded]], [[tedious]], Longin.3.5, 10.7. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[scholarly]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span> 2.9.2</span> (Sup.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σχολικά, τά</b>, = [[causae summatim excerptae]], Gloss.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:23, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολικός Medium diacritics: σχολικός Low diacritics: σχολικός Capitals: ΣΧΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: scholikós Transliteration B: scholikos Transliteration C: scholikos Beta Code: sxoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (   A σχολή ΙΙ) scholastic, ὑπομνήματα Ath.3.83b; παράδοσις Heliod. ap. Orib.49.8.1; academic, σ. συγγυμνασία A.D.Conj. 213.2; σ. πλάσματα school compositions, D.Chr.18.18; σ. ἀγνόημα an error of the (Aristarchean) school, Sch.Il.2.111; σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, D.H. Comp.22. Adv. -κῶς after the manner of the schools, S.E.M.8.13.    2 long-winded, tedious, Longin.3.5, 10.7.    3 scholarly, Philostr.VS 2.9.2 (Sup.).    II σχολικά, τά, = causae summatim excerptae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1058] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen.

Greek (Liddell-Scott)

σχολικός: -ή, -όν, (σχολὴ ΙΙ) συνήθης ἐν ταῖς σχολαῖς, ὑπομνήματα Ἀθήν. 83Β· παράδοσις Ὀρειβάσ., κλπ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν σχολείων: ὡς ἐν τοῖς σχολείοις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 13. 2) μακρὸς ἢ σχοινοτενής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Λογγῖν. 10, κλπ. ΙΙ. ἑρμηνευτικός, ἐξηγητικός, σχ. παρασημειώσεις = σχόλια, Ἀριστ. περὶ Φυτ. ἐν τῷ προλόγ.· σχ. ἀγνόημα, ἁμάρτημα τοῦ σχολιαστοῦ, τοῦ ἑρμηνευτοῦ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 111.

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σχολή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο σύνολο σχολείων (α. «σχολικό προαύλιο» β. «σχολική νομοθεσία» γ. «σχολικός αθλητισμός» δ. «σχολικό έτος» — η περίοδος τών μαθημάτων του σχολείου)
2. φρ. α) «σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός» — βλ. προσανατολισμός
β) «σχολικός σύμβουλος» — λειτουργός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο οποίος επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία της περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη διεξαγωγή του μαθήματος, να επιλύσει απορίες που τυχόν γεννώνται από τη χρήση τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που πιθανώς έχει το σχολείο ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχολή, στο σύνολο δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό είναι συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο συνήθης στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», Αθήν.)
2. σχοινοτενής, μακρός
3. φιλολογικός
4. ερμηνευτικός
5. φρ. «σχολικὸν ἀγνόημα» — σφάλμα σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.).
επίρρ...
σχολικῶς Α
όπως γίνεται στα σχολεία.

Russian (Dvoretsky)

σχολικός: объяснительный: σχολικαὶ παρασημειώσεις Praefatio ad «de Plantis» Arst. объяснительные примечания, комментарии.