βομβαύλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vomvaylios
|Transliteration C=vomvaylios
|Beta Code=bombau/lios
|Beta Code=bombau/lios
|Definition=ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for [[ἀσκαύλης]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bagpiper]], with play on [[βομβυλιός]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>866</span>.</span>
|Definition=ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for [[ἀσκαύλης]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bagpiper]], with play on [[βομβυλιός]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>866</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:40, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβαύλιος Medium diacritics: βομβαύλιος Low diacritics: βομβαύλιος Capitals: ΒΟΜΒΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: bombaúlios Transliteration B: bombaulios Transliteration C: vomvaylios Beta Code: bombau/lios

English (LSJ)

ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης, A bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.

Greek (Liddell-Scott)

βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.

Greek Monolingual

βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].

Greek Monotonic

βομβαύλιος: ὁ (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βομβαύλιος: ὁ ирон. дударь, свистун Arph.

Middle Liddell

βομβέω, αὐλός
a bagpiper, with a play on βομβυλιός, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βομβαύλιος -ου, ὁ βομβέω, αὐλός kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.