Κάβειροι: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κάβειροι]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> μυστηριώδεις δευτερεύουσες θεότητες που λατρεύονταν από τους Πελασγούς στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Μίλητο και στη Βοιωτία («[[ὅστις]] δὲ τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Κάβειροι]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> μυστηριώδεις δευτερεύουσες θεότητες που λατρεύονταν από τους Πελασγούς στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Μίλητο και στη Βοιωτία («[[ὅστις]] δὲ τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>Kubera</i>- «[[κύριος]] τών πνευμάτων του σκότους» [[είναι]] αβέβαιη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καβειραίος]], [[Καβειρίδες]], [[καβειρικός]], [[καβείριος]], [[Καβειρώ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:36, 29 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], οἱ, A the Cabeiri, divinities worshipped especially in Lemnos, Samothrace, and Boeotia, Pi.Fr.74bSchr., Hdt.2.51, 3.37, Str.10.3.15, etc.; at Miletus, Nic.Dam.52J., Milet. (v. infr.), BCH1.288; title of play by Aeschylus, Ath.10.428f, Sch.Pi.P.4.303: sg., Κάβειρος Pi. l.c.; freq. in Boeotian Inscrr. (written -βιρ-), IG7.2457, al., cf. AP6.245 (Diod.), Q.S.1.267: Καβειρίδες Νύμφαι, and Καβειρώ, ἡ, the sisters and mother of the Cabeiri, Acus.20J., Pherecyd. 48 J.:—Adj. Καβειρικός, ή, όν, fem. Καβειριάς, άδος, Cabeiric, St. Byz.:—also Καβειραῖος, α, ον, Id., Paus.9.25.8: Καβειρία, ἡ, epith. of Demeter at Κάβειροι, Id.9.25.5 codd.: Καβείριον, τό, sanctuary of the C., Id.9.26.2; more correctly Καβείρ[ε]ιον IG11(2).144A90 (Delos, iv B.C.): Καβείρια, τά, their mysteries, Inscr.Perg.252, Hsch.:—hence Καβειριάζομαι, celebrate these mysteries, St.Byz.: Καβῑριάρχας, ὁ, IG7.2428 (Boeot.): Καβειριαρχίω ( -έω), ib.2420. (The spelling -βειρ- is correct, ib.11(2).l.c., Hdn.Gr.2.411: the form -βιρ- is Boeot. (v. supr.) and late Gr., Milet.6.26 (i A.D.), Alexio and Philox. ap. Et.Gud.289.30.) (The connection with the Semitic root KBR 'great' (cf. the title Μεγάλοι Θεοί) is not certain; nor is that with Skt. Kúbera- (name of a divinity), fr. *Kabera-, cf. Patron. Kāberaká-.)
Greek (Liddell-Scott)
Κάβειροι: οἱ, μυστηριώδεις δευτερεύουσαι θεότητες λατρευόμεναι ὑπὸ τῶν Πελασγῶν ἐν Λήμνῳ καὶ Σαμοθράκῃ, ὁπόθεν τὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα μυστήρια διεδόθησαν καθ’ ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα· οὗτοι ἐθεωροῦντο ὡς βραχεῖς τὸ ἀνάστημα μετὰ μεγάλων γεννητικῶν μορίων καὶ ἐκαλοῦντο υἱοὶ τοῦ Ἡφαίστου ὡς κατέχοντες τὴν τέχνην τοῦ ἐργάζεσθαι τὰ μέταλλα, Ἡρόδ. 2. 51., 3. 37, Στράβ. 470, κἑξ. Ἡ ἀρχὴ καὶ πρόοδος τῆς Καβειρικῆς λατρείας ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ Λοβεκκίου ἐν Ἀγλαοφ. σ. 1202 κἑξ., Welcker ἐν Αἰσχύλ. Τριλογίᾳ. - Καβειρίδες, αἱ, καὶ Καβειρώ, ἡ, αἱ ἀδελφαὶ καὶ ἡ μήτηρ τῶν Καβείρων, μνημονεύονται ὑπὸ Στράβ. 472. - Στέφ. ὁ Βυζ. ἀναφέρει τοὺς ἐπιθ. τύπους Καβειραῖος, α, ον, (ὡσαύτως παρὰ Παυσ. 9. 25, 5-7), Καβειρικός, ή, όν, θηλ. Καβειριάς, άδος· ὡσαύτως τὸ ἀποθ. Καβειριάζομαι, τελῶ τὰ Καβειρικὰ μυστήρια: - ὡσαύτως Καβειρεῖται, οἱ, Παυσ. 9. 25, 8· - Καβείρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 9. 26, 2· Καβείρια, τά, τὰ μυστήρια αὐτῶν, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
Cabires, n. de trois, ou, sel. d’autres, quatre fils d’Héphaïstos, honorés à Samothrace, Lemnos et Imbros.
Greek Monolingual
Κάβειροι, οἱ (Α)
1. μυστηριώδεις δευτερεύουσες θεότητες που λατρεύονταν από τους Πελασγούς στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Μίλητο και στη Βοιωτία («ὅστις δὲ τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται», Ηρόδ.)
2. τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Η σύνδεση της λ. με αρχ. ινδ. Kubera- «κύριος τών πνευμάτων του σκότους» είναι αβέβαιη.
ΠΑΡ. αρχ. καβειραίος, Καβειρίδες, καβειρικός, καβείριος, Καβειρώ].
Greek Monotonic
Κάβειροι: οἱ, οι Κάβειροι, θεότητες που λατρεύονταν σε Λήμνο και Σαμοθράκη και θεωρούνταν γιοι του Ηφαίστου, από την ικανότητά τους στην κατεργασία μετάλλων, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Κάβειροι: οἱ Кабиры (древние пеласгические божества, которых чтили как помощников Гефеста, преимущественно на о-вах Лемнос, Имброс и Самофракия) Her. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. pl.
Meaning: name of chthonic gods, esp. on Samothrace and Lemnos as well as in Boeotia (Pi., Hdt., inscr.).
Other forms: Κάβειροι καρκίνοι (crab, pair of pincers) H.; whether there is any relation with the gods, is unknown.
Derivatives: Καβειρίδες (νύμφαι); Καβειρώ mother of the C.; Καβεὶριον sanctuary of the C.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not with Wackernagel KZ 41, 316ff. = Kl. Schr. 1, 505ff. (also on olderr interpretations) to Skt. Kúbera-, s. Mayrhofer KEWA s. v. The root of the name is clearly the same as that in Κάβαρνοι. This root must have been Pre-Greek *Kabary. The palatalized consonant explains a > ä, ε, and the ι; before the ν the palatal character was neglected. Beekes, Mnemosyne LVII (2004) 465-477. Lit. Nilsson Gr. Rel. 1, 670ff. B. Hemberg. Die Kabiren, Uppsala 1950..
Middle Liddell
Κάβειροι, οἱ,
the Cabeiri, divinities worshipped in Lemnos and Samothrace, reputed to be sons of Hephaestus or Vulcan, from their skill in working metals, Hdt.
Frisk Etymology German
Κάβειροι: {Kábeiroi}
Grammar: m. pl.
Meaning: Ben. chthonischer Gottheiten, die bes. auf Samothrake und Lemnos ebenso wie in Böotien verehrt wurden (Pi., Hdt., Inschr. usw.).
Etymology : Herkunft unbekannt; schwerlich mit Wackernagel KZ 41, 316ff. = Kl. Schr. 1, 505ff. (wo über ältere Vorschläge) zu aind. Kúbera- Herr der Geister des Dunkels, Gott der Schätze, s. Mayrhofer Wb. s. v. m. Lit. Über die Kabiren Nilsson Gr. Rel. 1, 670ff., wo auch Lit., u. a. Kretschmer KZ 55, 82ff.
Page 1,750