άση: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἄση, η (Α)<br /><b>1.</b> η [[αηδία]], η [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> η [[αγωνία]], η [[απελπισία]]<br /><b>3.</b> ο [[πόθος]]<br /><b>4.</b> η [[λάσπη]] του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[συσχετισμός]] του τ. <i>άση</i> (αιολ. <i>άσα</i>) με το <i>άσαι</i>, απρμφ. αορ. του ρ. <i>άω</i> «[[χορταίνω]]», [[είναι]] μεν σημασιολογικά [[δυνατός]], δεν δικαιολογεί όμως τον τρόπο σχηματισμού του. Κατά μία [[άποψη]], <i>άση</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>άδσ</i>-<i>α</i>, ο [[οποίος]] προέκυψε με σιγματική [[παρέκταση]] του θέματος του ομηρικού [[άδος]] «[[κορεσμός]], [[χορτασμός]]» (<b>πρβλ.</b> [[άδην]]), ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) <i>σα</i>, όπου το <i>α</i>- αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του IE. <i>s∂</i>-(με [[ψίλωση]]). Τέλος, η [[προέλευση]] της λ. <i>άση</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[παχαίνω]], [[πλουτίζω]]» (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. ιερογλυφ. <i>hasas</i> «[[χορτασμός]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική, η δε [[ταύτιση]] του λατ. <i>satiare</i> με το ρ. <i>ασάομαι</i> (-<i>ώμαι</i>), του οποίου η <i>άση</i> [[κατά]] μία [[άποψη]] [[είναι]] μεταρρηματικό παράγωγο, δεν ευσταθεί, [[γιατί]] προϋποθέτει μια [[παρέκταση]] σε -<i>t</i>, η οποία όμως δεν υπάρχει στους ελληνικούς τύπους. Η λ. <i>άση</i> απαντά στη λεσβιακή [[ποίηση]] (Αλκαίος, [[Σαπφώ]]) και στον Ηρόδοτο με τη [[σημασία]] «[[δυσαρέσκεια]], [[μεγάλος]] [[πόνος]], [[απελπισία]]», ενώ στον Ιπποκράτη χρησιμοποιείται για να δηλώσει «την [[ανορεξία]], την [[αηδία]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασηρής]] και <i>ασηρός ασώ</i> (-<i>άω</i>), [[ασώδης]] (Ι)].
|mltxt=ἄση, η (Α)<br /><b>1.</b> η [[αηδία]], η [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> η [[αγωνία]], η [[απελπισία]]<br /><b>3.</b> ο [[πόθος]]<br /><b>4.</b> η [[λάσπη]] του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[συσχετισμός]] του τ. <i>άση</i> (αιολ. <i>άσα</i>) με το <i>άσαι</i>, απρμφ. αορ. του ρ. <i>άω</i> «[[χορταίνω]]», [[είναι]] μεν σημασιολογικά [[δυνατός]], δεν δικαιολογεί όμως τον τρόπο σχηματισμού του. Κατά μία [[άποψη]], <i>άση</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>άδσ</i>-<i>α</i>, ο [[οποίος]] προέκυψε με σιγματική [[παρέκταση]] του θέματος του ομηρικού [[άδος]] «[[κορεσμός]], [[χορτασμός]]» (<b>πρβλ.</b> [[άδην]]), ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) <i>σα</i>, όπου το <i>α</i>- αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του IE. <i>s∂</i>-(με [[ψίλωση]]). Τέλος, η [[προέλευση]] της λ. <i>άση</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>as</i>- «[[παχαίνω]], [[πλουτίζω]]» (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. ιερογλυφ. <i>hasas</i> «[[χορτασμός]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική, η δε [[ταύτιση]] του λατ. <i>satiare</i> με το ρ. <i>ασάομαι</i> (-<i>ώμαι</i>), του οποίου η <i>άση</i> [[κατά]] μία [[άποψη]] [[είναι]] μεταρρηματικό παράγωγο, δεν ευσταθεί, [[γιατί]] προϋποθέτει μια [[παρέκταση]] σε -<i>t</i>, η οποία όμως δεν υπάρχει στους ελληνικούς τύπους. Η λ. <i>άση</i> απαντά στη λεσβιακή [[ποίηση]] (Αλκαίος, [[Σαπφώ]]) και στον Ηρόδοτο με τη [[σημασία]] «[[δυσαρέσκεια]], [[μεγάλος]] [[πόνος]], [[απελπισία]]», ενώ στον Ιπποκράτη χρησιμοποιείται για να δηλώσει «την [[ανορεξία]], την [[αηδία]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασηρής]] και <i>ασηρός ασώ</i> (-<i>άω</i>), [[ασώδης]] (Ι)].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄση, η (Α)
1. η αηδία, η ναυτία
2. η αγωνία, η απελπισία
3. ο πόθος
4. η λάσπη του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον τρόπο σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, άση πιθ. < άδσ-α, ο οποίος προέκυψε με σιγματική παρέκταση του θέματος του ομηρικού άδος «κορεσμός, χορτασμός» (πρβλ. άδην), ενώ κατ' άλλους < α- + (επίθημα) σα, όπου το α- αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του IE. s∂-(με ψίλωση). Τέλος, η προέλευση της λ. άση < ρίζα as- «παχαίνω, πλουτίζω» (πρβλ. χεττιτ. ιερογλυφ. hasas «χορτασμός») δεν είναι ικανοποιητική, η δε ταύτιση του λατ. satiare με το ρ. ασάομαι (-ώμαι), του οποίου η άση κατά μία άποψη είναι μεταρρηματικό παράγωγο, δεν ευσταθεί, γιατί προϋποθέτει μια παρέκταση σε -t, η οποία όμως δεν υπάρχει στους ελληνικούς τύπους. Η λ. άση απαντά στη λεσβιακή ποίηση (Αλκαίος, Σαπφώ) και στον Ηρόδοτο με τη σημασία «δυσαρέσκεια, μεγάλος πόνος, απελπισία», ενώ στον Ιπποκράτη χρησιμοποιείται για να δηλώσει «την ανορεξία, την αηδία».
ΠΑΡ. αρχ. ασηρής και ασηρός ασώ (-άω), ασώδης (Ι)].