άνωγα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνωγα]] (πρκμ. επικ. με [[σημασία]] ενεστ.) (Α)<br /><b>1.</b> (για βασιλείς και άρχοντες) [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]]<br /><b>2.</b> ([[μεταξύ]] ίσων και για κατώτερους) [[συμβουλεύω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η [[ψυχή]] του τον προτρέπει, τον αναγκάζει ([[Όμηρος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> (θ. πρκμ.) <i>ωγ</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>ō</i><i>g</i> -, <i>που</i> συνδέεται με το <i>ἦ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἦκ</i> -<i>τ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ē</i><i>g</i>-<i>t</i>) «έλεγε», το γ' εν. πρόσ. παρατατικού του <i>ημί</i>. Πρβλ. [[επίσης]] λατ. <i>ai</i><i>ō</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ăĝ</i> -<i>i</i><i>ō</i>) «[[λέγω]], [[ισχυρίζομαι]], [[απαντώ]] καταφατικά» και <i>ădăgio</i> «[[παροιμία]]», αρμ., <i>ar</i>-<i>ac</i> «[[παροιμία]]» και ενεστ. <i>asem</i> «[[λέγω]]» [[αντί]] <i>acem</i>, με υστερογενές -<i>s</i>- από IE. -<i>k</i> -].
|mltxt=[[ἄνωγα]] (πρκμ. επικ. με [[σημασία]] ενεστ.) (Α)<br /><b>1.</b> (για βασιλείς και άρχοντες) [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]]<br /><b>2.</b> ([[μεταξύ]] ίσων και για κατώτερους) [[συμβουλεύω]], [[παρακινώ]], [[προτρέπω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η [[ψυχή]] του τον προτρέπει, τον αναγκάζει ([[Όμηρος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> (θ. πρκμ.) <i>ωγ</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>ō</i><i>g</i> -, <i>που</i> συνδέεται με το <i>ἦ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἦκ</i> -<i>τ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ē</i><i>g</i>-<i>t</i>) «έλεγε», το γ' εν. πρόσ. παρατατικού του <i>ημί</i>. Πρβλ. [[επίσης]] λατ. <i>ai</i><i>ō</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ăĝ</i> -<i>i</i><i>ō</i>) «[[λέγω]], [[ισχυρίζομαι]], [[απαντώ]] καταφατικά» και <i>ădăgio</i> «[[παροιμία]]», αρμ., <i>ar</i>-<i>ac</i> «[[παροιμία]]» και ενεστ. <i>asem</i> «[[λέγω]]» [[αντί]] <i>acem</i>, με υστερογενές -<i>s</i>- από IE. -<i>k</i> -].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α)
1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω
2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω
3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν(α)- + (θ. πρκμ.) ωγ - < ōg -, που συνδέεται με το (< ἦκ -τ < ēg-t) «έλεγε», το γ' εν. πρόσ. παρατατικού του ημί. Πρβλ. επίσης λατ. aiō (< ăĝ -iō) «λέγω, ισχυρίζομαι, απαντώ καταφατικά» και ădăgio «παροιμία», αρμ., ar-ac «παροιμία» και ενεστ. asem «λέγω» αντί acem, με υστερογενές -s- από IE. -k -].