αγελάδα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γελάδα]], η (AM [[ἀγελάς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό [[βόδι]]<br /><b>2.</b> παχιά, [[ευτραφής]] [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ζώο που ανήκει σε [[αγέλη]] (πρβλ. [[αγελαίος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αγελαδάκι]], [[αγελαδάρα]], [[αγελαδάρης]], [[αγελάδι]], [[αγελαδήσιος]], [[αγελαδινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αγελαδοβοσκός]], [[αγελαδοκόμος]], [[αγελαδοστάσι]], [[αγελαδοτρόφος]] κ.ά.].
|mltxt=και [[γελάδα]], η (AM [[ἀγελάς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό [[βόδι]]<br /><b>2.</b> παχιά, [[ευτραφής]] [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ζώο που ανήκει σε [[αγέλη]] (πρβλ. [[αγελαίος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αγελαδάκι]], [[αγελαδάρα]], [[αγελαδάρης]], [[αγελάδι]], [[αγελαδήσιος]], [[αγελαδινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αγελαδοβοσκός]], [[αγελαδοκόμος]], [[αγελαδοστάσι]], [[αγελαδοτρόφος]] κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

και γελάδα, η (AM ἀγελάς)
νεοελλ.
1. κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό βόδι
2. παχιά, ευτραφής γυναίκα
αρχ.
ζώο που ανήκει σε αγέλη (πρβλ. αγελαίος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγέλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγελαδάκι, αγελαδάρα, αγελαδάρης, αγελάδι, αγελαδήσιος, αγελαδινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγελαδοβοσκός, αγελαδοκόμος, αγελαδοστάσι, αγελαδοτρόφος κ.ά.].