αλευρικό: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δοχείο]] αλεύρων<br /><b>2.</b> [[κελί]] μοναστηριού, που χρησιμεύει ως [[αποθήκη]] αλεύρων<br /><b>3.</b> [[κόσκινο]], [[σήτα]]<br /><b>4.</b> το [[αλεύρι]] που διαθέτει ένα [[σπίτι]]<br /><b>5.</b> [[παρασκεύασμα]] από [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ι</i>-<i>κό</i>, πρβλ. [[επίσης]] [[αλάτι]]-[[αλατικό]], [[λάδι]]-[[λαδικό]]].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δοχείο]] αλεύρων<br /><b>2.</b> [[κελί]] μοναστηριού, που χρησιμεύει ως [[αποθήκη]] αλεύρων<br /><b>3.</b> [[κόσκινο]], [[σήτα]]<br /><b>4.</b> το [[αλεύρι]] που διαθέτει ένα [[σπίτι]]<br /><b>5.</b> [[παρασκεύασμα]] από [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ι</i>-<i>κό</i>, πρβλ. [[επίσης]] [[αλάτι]]-[[αλατικό]], [[λάδι]]-[[λαδικό]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
1. δοχείο αλεύρων
2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων
3. κόσκινο, σήτα
4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι
5. παρασκεύασμα από αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + παραγ. κατάλ. -ι-κό, πρβλ. επίσης αλάτι-αλατικό, λάδι-λαδικό].