θεία: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theia
|Transliteration C=theia
|Beta Code=qei/a
|Beta Code=qei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one's father's</b> or <b class="b2">mother's sister, aunt</b>, POxy.274.5 (i A.D.), <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.130</span> V., etc. (Late formation fr. [[θεῖος]] (B), replacing [[τηθίς]].)</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">one's father's</b> or <b class="b2">mother's sister, aunt</b>, POxy.274.5 (i A.D.), <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.130</span> V., etc. (Late formation fr. [[θεῖος]] (B), replacing [[τηθίς]].)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεία Medium diacritics: θεία Low diacritics: θεία Capitals: ΘΕΙΑ
Transliteration A: theía Transliteration B: theia Transliteration C: theia Beta Code: qei/a

English (LSJ)

ἡ, A one's father's or mother's sister, aunt, POxy.274.5 (i A.D.), Ammon.Diff.p.130 V., etc. (Late formation fr. θεῖος (B), replacing τηθίς.)

German (Pape)

[Seite 1191] ἡ, Vater- oder Mutterschwester, Tante, besser τηθίς, nach Hellad. bei Phot. 530, 6. S. θεῖος.

Greek (Liddell-Scott)

θεία: ἡ, θηλ. τοῦ θεῖος, ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, «θειά», Λατ. amita ἢ matertera, «Τηθὶς δέ ἐστιν ἡ τοῦ πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφή, ἣν ἔνιοι θείαν καλοῦσιν» Ἀμμών. σ. 135, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτίῳ Βιβλ. σ. 530, 6. ΙΙ. Θεία, κύρ. ὄνομα, θυγάτηρ τῆς Γῆς, μήτηρ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Σελήνης, Ἡσ. Θ. 135.

French (Bailly abrégé)

fém. de θεῖος¹.

Greek Monolingual

και θεια, η (AM θεία)
η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας
νεοελλ.
1. η εξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας, καθώς και η σύζυγος εξαδέλφου τών γονέων
2. (συν. σε συνεκφορά με γυναικείο όνομα ή επίθετο) προσφώνηση σε ηλικιωμένη γυναίκα («η θεία Λένα»)
αρχ.
(κύρ. όν.) Θεία
η μητέρα του Ηλίου και της Σελήνης, κόρη της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θείος (ΙΙ)].