παρατριβή: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratrivi | |Transliteration C=paratrivi | ||
|Beta Code=paratribh/ | |Beta Code=paratribh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rubbing against one another]], ξύλων <span class="bibl">Ph.Bybl.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[friction]], ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς <span class="bibl">Plb.2.36.5</span> ; αἱ ἐν ἀλλήλοις π. καὶ φιλοτιμίαι <span class="bibl">Ath.14.626e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[by-path]], <span class="bibl">Max.Tyr.39.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:23, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A rubbing against one another, ξύλων Ph.Bybl.2. 2 metaph., friction, ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς Plb.2.36.5 ; αἱ ἐν ἀλλήλοις π. καὶ φιλοτιμίαι Ath.14.626e. 3 by-path, Max.Tyr.39.3.
German (Pape)
[Seite 504] ἡ, das Nebeneinanderreiben, Sp.; auch übertr., Reibung, Streitigkeit, Verfeindung, Pol. 2, 36, 5 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρῐβή: ἡ, πρὸς ἄλληλα τριβή, ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῦρ Σαγχωνιάθων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 34D· κατ’ εὐφημισμὸν συνουσία, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 125D. 2) μεταφορ., σύγκρουσιν, Πολύβ. 2. 36, 5· αἱ ἐν ἀλλήλοις π. Ἀθήν. 626Ε πρβλ. διαπαρατριβή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
frottement ; collision.
Étymologie: παρατρίβω.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ παρατρίβω
τριβή ενός πράγματος με άλλο, τριβή πραγμάτων μεταξύ τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῡρ», Φίλ.)
αρχ.
1. τριβή δύο σωμάτων, συνουσία, συνεύρεση («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.)
2. μτφ. προστριβή, σύγκρουση, φιλονικία, λογομαχία («ἐν ύποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῑς», Πολύβ.)
3. παράπλευρος δρόμος, πάροδος.
Russian (Dvoretsky)
παρατρῐβή: ἡ досл. трение, перен. столкновение, вражда (ὑποψίαι καὶ παρατριβαί Polyb.).