πηκτή: Difference between revisions
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pikti | |Transliteration C=pikti | ||
|Beta Code=phkth/ | |Beta Code=phkth/ | ||
|Definition=Dor. πακτά, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=Dor. πακτά, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πηκτός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:25, 30 December 2020
English (LSJ)
Dor. πακτά, ἡ, A v. πηκτός.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, dor. πακτά, s. πηκτός.
Greek (Liddell-Scott)
πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. πηκτός.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 filet pour les oiseaux;
2 fromage de lait caillé.
Étymologie: πηκτός II. 1 et 2.
Greek Monolingual
η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α
νεοελλ.
χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος
2. είδος φαγητού από βρασμένο κεφάλι ή πόδια και εντόσθια ζώων ή και από ψάρια μαζί με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα
3. ζελατίνη
4. φρ. α) «θρεπτική πηκτή» — παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια τών μικροοργανισμών
β) «χρωματογραφία πηκτής»
χημ. τεχνική της αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικού
αρχ.
1. δίχτυ ή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. τυρί νωπό, χλωρό
3. ποικιλία του συμφύτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πηκτός. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «ζελατίνη» αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. gelatine].
Greek Monotonic
πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ (πηκτός)·
I. δίχτυ ή κλουβί που τοποθετείται για να πιάνει πουλιά, σε Αριστοφ.
II. ανθότυρο, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.
Russian (Dvoretsky)
πηκτή: дор. πακτά (τᾱ) ἡ
1) птицеловная сеть Arph., Arst.;
2) спрессованный творог, сыр Theocr., Anth.
Middle Liddell
πηκτός
I. a net or cage set to catch birds, Ar.
II. cream-cheese, Theocr.