πολυόμματος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyommatos
|Transliteration C=polyommatos
|Beta Code=poluo/mmatos
|Beta Code=poluo/mmatos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[many-eyed]], of Argus, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>3.1</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[many-eyed]], of Argus, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>3.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμμᾰτος Medium diacritics: πολυόμματος Low diacritics: πολυόμματος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyómmatos Transliteration B: polyommatos Transliteration C: polyommatos Beta Code: poluo/mmatos

English (LSJ)

ον, A many-eyed, of Argus, Luc.DDeor.3.1.

German (Pape)

[Seite 667] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’yeux.
Étymologie: πολύς, ὄμμα.

Greek Monolingual

ο / πολυόμματος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν.
β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)
2. ονομασία ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ δύναμις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ-όμματος].

Greek Monotonic

πολυόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.

Russian (Dvoretsky)

πολυόμμᾰτος: многоокий (Ἄργος Luc.).

Middle Liddell

πολυ-όμμᾰτος, ον, ὄμμα
many-eyed, Luc.