προσχηματισμός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proschimatismos
|Transliteration C=proschimatismos
|Beta Code=prosxhmatismo/s
|Beta Code=prosxhmatismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[outward show]], <b class="b3">τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π</b>. Gal.<span class="title">Anim. Pass.</span>2.2 (nisi leg. <b class="b3">πρὸς χρηματισμόν</b>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Protr.</span>14</span>).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[outward show]], <b class="b3">τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π</b>. Gal.<span class="title">Anim. Pass.</span>2.2 (nisi leg. <b class="b3">πρὸς χρηματισμόν</b>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Protr.</span>14</span>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:30, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχημᾰτισμός Medium diacritics: προσχηματισμός Low diacritics: προσχηματισμός Capitals: ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: proschēmatismós Transliteration B: proschēmatismos Transliteration C: proschimatismos Beta Code: prosxhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, -δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.

Russian (Dvoretsky)

προσχημᾰτισμός: ὁ (= παραγωγή) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί).