ἀντιστάτης: Difference between revisions
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antistatis | |Transliteration C=antistatis | ||
|Beta Code=a)ntista/ths | |Beta Code=a)ntista/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[opponent]], [[adversary]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>518</span>, Plu.2.1084b. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[vertical beam]] in plinth of torsion-engine, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>91.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:35, 31 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b. II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.
Greek Monolingual
ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.
Greek Monotonic
ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστάτης: ου ὁ противник Aesch., Plut.