ἀντιπρόσωπος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antiprosopos | |Transliteration C=antiprosopos | ||
|Beta Code=a)ntipro/swpos | |Beta Code=a)ntipro/swpos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with the face towards]], [[facing]], τοῖς πολεμίοις <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>7.1.25</span>, cf. <span class="bibl">Aen.Tact.22.11</span>; [[face to face]], ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.5.26</span>; φιλήματα <span class="title">AP</span>12.251 (Strat.); of images, [[reflected]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>52</span>,<span class="bibl">53</span>; of winds, [[blowing in a contrary direction]], Placit. 4.1.1. Adv. -πως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>835b11</span>, Steph. [[inHp]].1.95 D., al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. ἀντιπρόσωπον, τό, [[prow]], <span class="bibl">Artem.2.23</span>, <span class="bibl">4.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:40, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A with the face towards, facing, τοῖς πολεμίοις X. Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11; face to face, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι X.HG6.5.26; φιλήματα AP12.251 (Strat.); of images, reflected, Thphr.Sens.52,53; of winds, blowing in a contrary direction, Placit. 4.1.1. Adv. -πως Arist.Mir.835b11, Steph. inHp.1.95 D., al. II Subst. ἀντιπρόσωπον, τό, prow, Artem.2.23, 4.24.
German (Pape)
[Seite 259] (πρόσωπον), mit entgegengekehrtem Angesicht, gerad entgegensehend, Xen. Hell. 6, 5, 28; Plut. plac. phil. 4, 1; φιλήματα Strat. 90 (XII, 251); vgl. Sosipat. 1 (V, 54); – ἀντιπροσώπως μάχεσθαι Schol. Eur. Phoen. 1419.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπρόσωπος: -ον, ἔχων τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον πρός τινα, τοὶς πολεμίοις Ξεν. Κύρ. 7.1, 25: - πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 5, 26. - Ἐπίρρ. -πως Ἀριστ. π. Θαυμ. 72: - Τὸ ῥῆμα -ωπέω, δύναμαι ἀντιβλέπειν, τινὶ Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
opposé face à face, visage contre visage.
Étymologie: ἀντί, πρόσωπον.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que está cara a cara, frente a frente de pers. ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι X.HG 6.5.26, φιλήματα besos en la boca, AP 12.251 (Strat.), de cosas ἀντιπρόσωποι στοαί LXX Ez.42.3, cf. Ach.Tat.3.7.6, Lib.Or.11.254
•que está enfrente, frente a c. dat., de pers. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11, D.C.40.23.1, Eus.HE 8.10.5
•de anim. de frente, encarado ὁ σῦς ... ἀντιπρόσωπος ἐχώρει δρόμῳ Ach.Tat.2.34.3, cf. Ael.NA 4.33, de cosas (αἱ ἀγκύλαι) ἀντιπρόσωποι ἀλλήλαις LXX Ex.26.5, cf. Thphr.Sens.52, LXX Ez.42.8
•del viento contrario, de cara τοὺς ... ἀνέμους ... πνέοντας τῇ Αἰγύπτῳ ἀντιπροσώπους Plu.2.897f, cf. Sch.Arat.916M.
II subst. τὸ ἀ.
1 milit. dispoción de ataque en dos frentes por delante y por detrás, LXX 2Re.10.9.
2 náut. proa Διογένης ὁ ναύκληρος τῆς ἀκάτου τὸ ἀ. ἔδοξεν ἀπολωλεκέναι Artem.4.24, cf. 2.23.
III adv. -ως frente a frente ἵστασθαι Arist.Mir.835b11, δεῖ ἀντιπροσώπως ἀνακεκλῖσθαι Steph.in Hp.1.95.
Greek Monolingual
ο (AM ἀντιπρόσωπος)
νεοελλ.
1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου
2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό
3. «αντιπρόσωπος εμπορικός» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, μετά από εντολή και για λογαριασμό τρίτων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που αντικρίζει κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο
2. ο αντίπαλος, ο αντιμέτωπος
3. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μπροστά στα μάτια κάποιου
4. το υποκατάστατο.
Greek Monotonic
ἀντιπρόσωπος: -ον (πρόσωπα), αυτός κοιτά καταπρόσωπα κάποιον, που έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς κάποιον, τινι, σε Ξεν.· αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπρόσωπος: обращенный лицом (к) (τινι Xen. и κατά τινα Plut.): ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι Xen. сражающиеся лицом к лицу; (ἄνεμος) ἀ. πνέων Plut. ветер, дующий прямо.
Middle Liddell
πρόσωπον
with the face towards, facing, τινι Xen.: face to face, Xen.