ἐπενδύνω: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ependyno | |Transliteration C=ependyno | ||
|Beta Code=e)pendu/nw | |Beta Code=e)pendu/nw | ||
|Definition=[ῡ] or ἐπεν-δύω, <span class="sense"> | |Definition=[ῡ] or ἐπεν-δύω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[put on over]], ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα <span class="bibl">Hdt.1.195</span>:—Med., -σάμενος χιτῶνα <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.7.4</span>; πολλὰ σώματα <span class="bibl">Aen.Gaz. <span class="title">Thphr.</span>p.60</span> B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>5.1.12</span>), [[have on over]], ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 1 January 2021
English (LSJ)
[ῡ] or ἐπεν-δύω, A put on over, ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr.p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.AJ5.1.12), have on over, ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11.
German (Pape)
[Seite 915] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύνω: ῡ, φορῶ ἐπάνω εἰς ἄλλο ἔνδυμα, καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ ἐπενδύω, μεταβ., ἐνδύω τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπενδύομαι.
Étymologie: ἐπί, ἐνδύνω.
Greek Monolingual
ἐπενδύνω (Α)
1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον
2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, του φοράω πανωφόρι.
Greek Monotonic
ἐπενδύνω: [ῡ] ή -ενδύω, φορώ ένα ρούχο πάνω από κάποιο άλλο ένδυμα, σε Ηρόδ. — Παθ., ενδύομαι, φορώ από πάνω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδύνω: (ῡ) надевать (κιθῶνα Her.).
Middle Liddell
or -ενδύω
to put on one garment over another, Hdt.:—Pass. to have on over, Plut.