λιθοβόλος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithovolos | |Transliteration C=lithovolos | ||
|Beta Code=liqobo/los | |Beta Code=liqobo/los | ||
|Definition=ον, (parox.) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[throwing stones]], [[pelting with stones]]: - | |Definition=ον, (parox.) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[throwing stones]], [[pelting with stones]]: -[[βόλοι]], [[οἱ]], [[stone-throwers]], distd. from [[σφενδονῆται]], <span class="bibl">Th.6.69</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.18</span>; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119b</span>: sg., as winner of a contest, <span class="title">SIG</span>1061.6, 19 (Samos, ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> -[[βόλος]], [[ὁ]], [[engine for hurling stones]], <span class="bibl">Plb.8.5.2</span>, Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.208c</span>, Ath. Mech.<span class="bibl">18.6</span>; distd. from [[καταπέλτης]], <span class="bibl">D.S.20.48</span>; also -[[βόλον]], [[τό]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ma.</span>6.51</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.6.3</span>; in full, <b class="b3">λ. μηχαναί</b> ib.<span class="bibl">4.9.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> proparox. [[λιθόβολος]], [[ον]], Pass., [[struck with stones]], [[stoned]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1063</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, (parox.) A throwing stones, pelting with stones: -βόλοι, οἱ, stone-throwers, distd. from σφενδονῆται, Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18; γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti.119b: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.). 2 -βόλος, ὁ, engine for hurling stones, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distd. from καταπέλτης, D.S.20.48; also -βόλον, τό, LXX 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λ. μηχαναί ib.4.9.12. II proparox. λιθόβολος, ον, Pass., struck with stones, stoned, E.Ph.1063 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιθοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιθοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβόλος: -ον, (βάλλω) ῥίπτων λίθους· λιθοβόλοι, οἱ, οἱ ῥίπτοντες λίθους, διακρινόμενοι ἀπὸ τῶν σφενδονητῶν, Θουκ. 6. 69, ἔνθα ἴδε Ἑρμηνευτ. καὶ πρβλ. Ξεv. Ἀν. 5. 2, 14· γυμνῆτες λιθ. καὶ ἀκοντισταὶ Πλάτ. Κριτί. 119Β. 2) λιθοβόλος, ὁ, μηχανὴ πρὸς ἐξακόντισιν λίθων, Πολύβ. 8. 7. 2, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· διαφέρουσα τοῦ καταπέλτου, Διόδ. 20. 48· ὡσαύτως λιθοβόλον, τό, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ϛ΄, 51), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6, 3. ΙΙ. προπαροξυτ., λιβόβολος, ον, Παθ., ὁ βληθεὶς διὰ λίθων, Εὐρ. Φοίν. 1069.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ο (Α λιθοβόλος, -ον)
1. αυτός πού ρίχνει λίθους
2. το ουδ. ως ουσ. το λιθοβόλο(ν)
πολεμική πολιορκητική μηχανή που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους εναντίον τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η λιθοβόλος
ο αθλητής της λιθοβολίας
2. το αρσ. ως ουσ. είδος πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το λιθοβόλον («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῑς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + βόλος (< βάλλω). Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].
Greek Monotonic
λῐθοβόλος: -ον (βάλλω)·
I. 1. αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· λιθοβόλοι, οἱ, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.
2. λιθοβόλος, ὁ, μηχανή για τη ρίψη λίθων, καταπέλτης, σε Πολύβ., κ.λπ.
II. προπαροξύτ., λιθόβολος, -ον, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοβόλος: ὁ
1) метатель камней (ручным способом), камнеметчик (λιθοβόλοι καὶ σφεδονῆται Thuc.);
2) камнеметательное орудие, камнемет (καταπέλται καὶ λιθοβόλοι Diod.).
Middle Liddell
λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθόβολος] βάλλω
1. throwing stones, pelting with stones: λιθοβόλοι, οἱ, stone-throwers, Thuc., etc.
2. λιθοβόλος, an engine for hurling stones, Polyb., etc.