παράφωνος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parafonos
|Transliteration C=parafonos
|Beta Code=para/fwnos
|Beta Code=para/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sounding beside]] <b class="b3">παράφωνοι, οἱ</b>, [[accompaniment]], [[obbligato]], Longin.28.1. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sounds midway between consonances and dissonances]], e.g. the tritone, <span class="bibl">Gaud.Harm.8</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sounding beside]] [[παράφωνοι]], [[οἱ]], [[accompaniment]], [[obbligato]], Longin.28.1. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sounds midway between consonances and dissonances]], e.g. the tritone, <span class="bibl">Gaud.Harm.8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφωνος Medium diacritics: παράφωνος Low diacritics: παράφωνος Capitals: ΠΑΡΑΦΩΝΟΣ
Transliteration A: paráphōnos Transliteration B: paraphōnos Transliteration C: parafonos Beta Code: para/fwnos

English (LSJ)

ον, A sounding beside παράφωνοι, οἱ, accompaniment, obbligato, Longin.28.1. II sounds midway between consonances and dissonances, e.g. the tritone, Gaud.Harm.8.

German (Pape)

[Seite 507] daneben tönend; τὰ παράφωνα, die mit anklingenden Töne, Longin. de subl. 28, 1; φθόγγοι, Music.

Greek (Liddell-Scott)

παράφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ πλησίον ἠχῶν, παράφωνοι, οἱ, ἁρμονίαι τινὲς οἵα ἡ διὰ πέντε, Λογγῖν. 28. 2, ἔνθα ἴδε Weisk. ἀλλὰ παρὰ τῷ Gaudent., «παράφωνοι δὲ φθόγγοι οἱ μέσοι μὲν συμφώνου καὶ διαφώνου, ἐν δὲ τῇ κρούσει (κράσει Meibom.) σύμφωνοι» κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράφωνος, -ον ΝΑ
νεοελλ.
1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος
2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος
αρχ.
1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με άλλον
2. στον πληθ. οἱ παράφωνοι
(ενν. φθόγγοι) μερικές συμφωνίες αρμονίες, όπως η διά πέντε
3. ο μέσος φθόγγος μεταξύ συμφωνίας και παραφωνίας.
επίρρ...
παράφωνα / παραφώνως ΝΑ
νεοελλ.
κακόφωνα, φάλτσα
αρχ.
με συνήχηση φθόγγων, με συμφωνία, με αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φωνός (< φωνή)].