ταμίευμα: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tamievma | |Transliteration C=tamievma | ||
|Beta Code=tami/euma | |Beta Code=tami/euma | ||
|Definition=ατος, τό, in pl., | |Definition=ατος, τό, in pl., [[stores]], [[supplies]], DS. 3.16. = [[ταμίευσις]] ([[economy]], [[fiscatio]], [[proscriptio]]) 1, X. ''Oec.'' 3.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:14, 28 January 2021
English (LSJ)
ατος, τό, in pl., stores, supplies, DS. 3.16. = ταμίευσις (economy, fiscatio, proscriptio) 1, X. Oec. 3.15.
German (Pape)
[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.).
Greek Monotonic
τᾰμίευμα: -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ταμίευμα: ατος τό только pl.
1) запасы Diod.;
2) ведение хозяйства Xen.
Middle Liddell
τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.]