Πυανεψιών: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Πυανεψιών | |||
|Medium diacritics=Πυανεψιών | |||
|Low diacritics=Πυανεψιών | |||
|Capitals=ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ | |||
|Transliteration A=Pyanepsiṓn | |||
|Transliteration B=Pyanepsiōn | |||
|Transliteration C=Pyanepsion | |||
|Beta Code=*puaneyiw/n | |||
|Definition=v. [[Πυανοψιών]]. | |||
}} | |||
==English== | ==English== | ||
[[Pyanepsion]]. Month of the Attic calendar (October/November). | [[Pyanepsion]]. Month of the Attic calendar (October/November). |
Revision as of 10:34, 31 January 2021
English (LSJ)
v. Πυανοψιών.
English
Pyanepsion. Month of the Attic calendar (October/November).
Greek (Liddell-Scott)
Πυᾰνεψιών: -ῶνος, ὁ, ὁ τέταρτος μὴν τοῦ Ἀττ. ἔτους κληθεὶς οὕτως ἐκ τῆς ἑορτῆς Πυανέψια, καὶ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὰς ἀρχὰς Ὀκτωβρίου μέχρις ἀρχῶν Νοεμβρίου (Ἰουλιαν. ἡμερολ.), Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστορ. 4. 2. 10, κτλ.· ἴδε Clinton F. Η. 2. append. 19. Ὁ τύπος πυανοψιὼν ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 21., 270. 1, 10., 276. 13· πρβλ. Πυανέψια.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
Pyanepsion, 4ᵉ mois de l’année attique, correspondant à la 2ᵉ moitié d’octobre et à la 1ᵉ de novembre.
Étymologie: Πυανέψια.
Greek Monolingual
και Πυανοψιών, -ῶνος, ὁ, Α
ο τέταρτος μήνας του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε με το διάστημα 15 Οκτωβρίου -15 Νοεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πυανέψια / Πυανόψια + κατάλ. -ών, που απαντά και σε άλλα ον. μηνών (πρβλ. Μεταγειτνι-ών)].
Greek Monotonic
Πυᾰνεψιών: -ῶνος, ὁ, ο τέταρτος μήνας του Αττ. χρόνου, ονομάζεται έτσι από τη γιορτή Πυανέψια, που ελάμβανε χώρα από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
Πυᾰνεψιών: ῶνος ὁ пианепсион (4-й месяц атт. календаря, приблиз. 15 X - 15 XI) Plat., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυανεψιών -ῶνος, ὁ [Πυανέψια] Pyanepsion (Attische maand, oktober-november).
Middle Liddell
Πυᾰνεψιών, ῶνος, ὁ,
the fourth month of the attic year,so named from the festival Πυανέψια, = latter part ofOctober and former of November, Theophr.