συνομνύω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
(40) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=συνομνύω | |||
|Medium diacritics=συνομνύω | |||
|Low diacritics=συνομνύω | |||
|Capitals=ΣΥΝΟΜΝΥΩ | |||
|Transliteration A=synomnýō | |||
|Transliteration B=synomnyō | |||
|Transliteration C=synomnyo | |||
|Beta Code=sunomnu/w | |||
|Definition=v. [[συνόμνυμι]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α<br />(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) [[συνωμοτώ]] («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]] σε σύνδεσμο ή [[συμμαχία]]<br /><b>4.</b> [[συνομολογώ]] [[συμμαχία]] («ὅσοι μετασχόντες τῶν [[τότε]] κινδύνων, ὑμῑν τε ξυνώμοσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]]/ [[ὀμνύω]] «ορκίζομαι»]. | |mltxt=ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α<br />(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) [[συνωμοτώ]] («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]] σε σύνδεσμο ή [[συμμαχία]]<br /><b>4.</b> [[συνομολογώ]] [[συμμαχία]] («ὅσοι μετασχόντες τῶν [[τότε]] κινδύνων, ὑμῑν τε ξυνώμοσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]]/ [[ὀμνύω]] «ορκίζομαι»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 January 2021
English (LSJ)
v. συνόμνυμι.
Greek Monolingual
ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α
(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ορκίζομαι μαζί με άλλον
2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», Αισχύλ.)
3. συνέρχομαι σε σύνδεσμο ή συμμαχία
4. συνομολογώ συμμαχία («ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων, ὑμῑν τε ξυνώμοσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμνυμι/ ὀμνύω «ορκίζομαι»].