Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρῦπα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trypa
|Transliteration C=trypa
|Beta Code=tru=pa
|Beta Code=tru=pa
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> ἡ. [[hole]], <span class="bibl">Eust.1069.19</span> (ubi [[τρύπα]]), <b class="b2">Gloss.;</b> ἡ τοῦ μυὸς τ. <span class="bibl">Hdn. <span class="title">Epim.</span>89</span>; but τρύπη, ib.<span class="bibl">136</span>, <span class="title">AP</span>14.62; αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Hsch. s.v. [[παραπλασμός]].</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> ἡ. [[hole]], <span class="bibl">Eust.1069.19</span> (ubi [[τρύπα]]), <b class="b2">Gloss.;</b> ἡ τοῦ μυὸς τ. <span class="bibl">Hdn. <span class="title">Epim.</span>89</span>; but τρύπη, ib.<span class="bibl">136</span>, <span class="title">AP</span>14.62; αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[παραπλασμός]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:55, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦπα Medium diacritics: τρῦπα Low diacritics: τρύπα Capitals: ΤΡΥΠΑ
Transliteration A: trŷpa Transliteration B: trypa Transliteration C: trypa Beta Code: tru=pa

English (LSJ)

A ἡ. hole, Eust.1069.19 (ubi τρύπα), Gloss.; ἡ τοῦ μυὸς τ. Hdn. Epim.89; but τρύπη, ib.136, AP14.62; αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Hsch. s.v. παραπλασμός.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦπα: ἡ, (τρύω) ὡς καὶ νῦν, ὀπή, Εὐστ. 1069. 19· ἡ τοῦ μυὸς τρ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 89· ἀλλὰ τρύπη, αὐτόθι 136, Ἀνθ. Π. 14. 62· αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Ἡσύχ. ἐν λ. παραπλασμός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α
1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή
2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη
νεοελλ.
1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια
2. μτφ. κατάστημα ή δωμάτιο με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια τρύπα» β. «παρά το γεγονός ότι το μαγαζί του είναι μια τρύπα, αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)
3. συνεκδ. αιδοίο ή πρωκτός
4. φρ. α) «βουλλώνω τρύπες»
μτφ. καλύπτω μια ανάγκη, εξοφλώ χρέη
β) «κάνω μια τρύπα στο νερό»
μτφ. κάνω κάτι εντελώς ανώφελο, ματαιοπονώ
5. παροιμ. «η αλεπού στην τρύπα της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρήματος τρυπῶ].