εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐχωλιμαῑος, -ον (Α) [[ευχωλή]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος με [[υπόσχεση]] να κάνει [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[επιθυμητός]], [[ευκταίος]]<br /><b>3.</b> [[ευκτήριος]], αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από [[ευχή]] («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
|mltxt=εὐχωλιμαῖος, -ον (Α) [[ευχωλή]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος με [[υπόσχεση]] να κάνει [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[επιθυμητός]], [[ευκταίος]]<br /><b>3.</b> [[ευκτήριος]], αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από [[ευχή]] («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλῐμαῖος Medium diacritics: εὐχωλιμαῖος Low diacritics: ευχωλιμαίος Capitals: ΕΥΧΩΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: euchōlimaîos Transliteration B: euchōlimaios Transliteration C: efcholimaios Beta Code: eu)xwlimai=os

English (LSJ)

α, ον, A bound by a vow, under a vow, Hdt.2.63; used as translation of Celtic soldurii, Nic.Dam.Fr.80 J. 2 εὐ. θέαι, = Lat. ludi votivi, D.C.79.9. II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.

German (Pape)

[Seite 1111] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = εὐκταῖος, Poll. 5, 130.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, ὅστις ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως σιλόδουροι, Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = εὐκταῖος, εὐκτός, ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lié par un vœu.
Étymologie: εὐχωλή.

Greek Monolingual

εὐχωλιμαῖος, -ον (Α) ευχωλή
1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία
2. επιθυμητός, ευκταίος
3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).

Greek Monotonic

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, δεσμευμένος από τάμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐχωλῐμαῖος: связавший себя обетом Her.

Middle Liddell

εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from εὐχωλή
bound by a vow, Hdt.