κρυμός: Difference between revisions
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.") |
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρυμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικό [[κρύο]], [[παγωνιά]], [[παγετός]] ( | |mltxt=[[κρυμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικό [[κρύο]], [[παγωνιά]], [[παγετός]] («καταλαβεῖν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίγος]], [[τρεμούλα]], [[σύγκρυο]] («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρυμὸς χολῶς» — [[ταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρύος]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρυμαίνω]], [[κρυμαλέος]], [[κρυμώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρυμώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρυμώσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρυμοπαγής]], [[κρυμοχαρής]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:28, 25 March 2021
English (LSJ)
ὁ, (κρύος) A icy cold, frost, Hdt.4.8, 28, etc.; ἀνὰ κρυμόν in frost, Nic.Th.681: in pl., κατὰ τοὺς κρυμούς Str.11.2.8, cf. D.H.1.37, Onos. 10.5, Polyaen.3.9.34, Ael.NA2.1. II chill, cold fit, S.Fr. 507, Hp.Morb.4.53, Call.Aet.3.1.19 (nisi leg. καυμός), Ruf. ap. Orib. 45.30.21; κ. χολῆς E.Fr.682, cf. Dsc.3.53 (pl.). (κρυμνὸς ἢ κρυμός, Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1515] ὁ, Eiskälte, Frost; Soph. frg. 448; καταλαβεῖν αὐτὸν χειμῶνα καὶ κρυμόν Her. 4, 8; ἀφόρητος ib. 28; Sp., νιφόεις Antiphil. 8 (VI, 252); auch im plur., κατὰ τοὺς κρυμούς Strab. XI, 494; Diosc. – Fieberfrost, Medic. – S. auch κρυμνός.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμός: ὁ, (κρύος) παγετῶδες ψῦχος, πάγος, παγετός, Ἡρόδ. 4. 8, 28, Σοφ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ., κτλ.· ἀνὰ κρυμόν, εἰς πάγον, Νικ. Θηρ. 681, Αἰλ.· ἐν τῷ πληθ., κατὰ τοὺς κρυμοὺς Στράβ. 494, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 37· ― παρὰ Πολυαίνῳ 3. 9, 24, κρυμνός. ΙΙ. ψῦχος, Διοσκ. 3. 60
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le froid ; la saison du froid.
Étymologie: cf. κρύος.
Greek Monolingual
κρυμός, ὁ (Α)
1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῖν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.)
2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.)
3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» — ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κρύος (II).
ΠΑΡ. αρχ. κρυμαίνω, κρυμαλέος, κρυμώ
αρχ.-μσν.
κρυμώδης
μσν.
κρυμώσσω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρυμοπαγής, κρυμοχαρής.
Greek Monotonic
κρῡμός: ὁ (κρύος), παγωμένος, παγερός, κρύος, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρῡμός: ὁ холод, мороз, стужа (ἀφόρητος Her.; νιφόεις Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυμός -οῦ, ὁ [~ κρύος] koude, vorst.
Middle Liddell
κρῡμός, οῦ, κρύος
icy cold, frost, Hdt., Eur.