ενέδρα: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(12) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐνέδρα]])<br /><b>1.</b> [[παραφύλαξη]], [[καρτέρι]] («ἅμα δὲ | |mltxt=η (AM [[ἐνέδρα]])<br /><b>1.</b> [[παραφύλαξη]], [[καρτέρι]] («ἅμα δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[επιβουλή]] («δόλου καὶ ἐνέδρας [[πλήρης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέση]], [[τοποθέτηση]] σ' ένα [[τόπο]] («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> τα πρόσωπα που ενεδρεύουν<br /><b>3.</b> [[στάση]] σε [[τόπο]] ή για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[χρονοτριβή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 25 March 2021
Greek Monolingual
η (AM ἐνέδρα)
1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.)
2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέση, τοποθέτηση σ' ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν
3. στάση σε τόπο ή για ένα χρονικό διάστημα, χρονοτριβή.