στενοχώρια: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(38)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στενοχωρία]], ΝΜΑ, και [[στεναχώρια]] και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [[στενόχωρος]]<br /> <b>1.</b> [[στενότητα]] χώρου, [[ανεπαρκής]] [[χώρος]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ευρυχωρία]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ψυχική [[αδιαθεσία]], [[θλίψη]] (α. «αρρώστησε από τη [[στενοχώρια]] του» β. «ὅσα ἔδωκέ σοι ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου», ΠΔ)' β) [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] (α. «βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [οικονομική] [[στενοχώρια]]» β. «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», ΚΔ)<br /> <b>3.</b> [[έλλειψη]], [[ανάγκη]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[έγνοια]], [[σκοτούρα]] («έχει πολλές στενοχώριες τελευταία»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (σχετικά με [[θάλασσα]] ή γη) [[έλλειψη]] χώρου<br /> <b>2.</b> [[δυσχέρεια]] που οφείλεται σε [[στενότητα]] χώρου («οὐ δυνάμενος συμμεῑξαι πρὸς τὸν Ἱπποκράτη διὰ τὴν στενοχωρίαν τοῡ ποταμοῡ», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στενοχωρία]] τοῡ βίου» — η [[βραχύτητα]] του υπόλοιπου διαστήματος μιας ζωής.
|mltxt=η / [[στενοχωρία]], ΝΜΑ, και [[στεναχώρια]] και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [[στενόχωρος]]<br /> <b>1.</b> [[στενότητα]] χώρου, [[ανεπαρκής]] [[χώρος]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ευρυχωρία]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ψυχική [[αδιαθεσία]], [[θλίψη]] (α. «αρρώστησε από τη [[στενοχώρια]] του» β. «ὅσα ἔδωκέ σοι ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου», ΠΔ)' β) [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] (α. «βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [οικονομική] [[στενοχώρια]]» β. «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», ΚΔ)<br /> <b>3.</b> [[έλλειψη]], [[ανάγκη]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[έγνοια]], [[σκοτούρα]] («έχει πολλές στενοχώριες τελευταία»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (σχετικά με [[θάλασσα]] ή γη) [[έλλειψη]] χώρου<br /> <b>2.</b> [[δυσχέρεια]] που οφείλεται σε [[στενότητα]] χώρου («οὐ δυνάμενος συμμεῑξαι πρὸς τὸν Ἱπποκράτη διὰ τὴν στενοχωρίαν τοῦ ποταμοῡ», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στενοχωρία]] τοῦ βίου» — η [[βραχύτητα]] του υπόλοιπου διαστήματος μιας ζωής.
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α στενόχωρος
1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία
2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα ἔδωκέ σοι ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου», ΠΔ)' β) δυσχέρεια, δυσκολία (α. «βρίσκεται σε μεγάλη [οικονομική] στενοχώρια» β. «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», ΚΔ)
3. έλλειψη, ανάγκη
νεοελλ.
έγνοια, σκοτούρα («έχει πολλές στενοχώριες τελευταία»)
αρχ.
1. (σχετικά με θάλασσα ή γη) έλλειψη χώρου
2. δυσχέρεια που οφείλεται σε στενότητα χώρου («οὐ δυνάμενος συμμεῑξαι πρὸς τὸν Ἱπποκράτη διὰ τὴν στενοχωρίαν τοῦ ποταμοῡ», Ξεν.)
3. φρ. «στενοχωρία τοῦ βίου» — η βραχύτητα του υπόλοιπου διαστήματος μιας ζωής.