στρεβλώνω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(38)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στρεβλῶ, -όω, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> [[βασανίζω]] κάποιον με τη [[στρέβλη]], [[ιδίως]] [[προκαλώ]] [[εξάρθρωση]] με [[συστροφή]] τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] (α. «στρεβλώνει τα [[λόγια]] μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῡσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] στρεβλό, το [[στραβώνω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] κοχλία ή τροχό ή [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] περιστρέφοντας τη [[στρέβλη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) [[εκτείνω]] με [[περιστροφή]] τών κοχλιών<br /><b>3.</b> (για χειρούργο) [[συστρέφω]] με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο [[μέλος]] για να το ανατάξω, να το [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>στρεβλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μάτια) [[αλληθωρίζω]].
|mltxt=στρεβλῶ, -όω, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> [[βασανίζω]] κάποιον με τη [[στρέβλη]], [[ιδίως]] [[προκαλώ]] [[εξάρθρωση]] με [[συστροφή]] τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] (α. «στρεβλώνει τα [[λόγια]] μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῡσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] στρεβλό, το [[στραβώνω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] κοχλία ή τροχό ή [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] περιστρέφοντας τη [[στρέβλη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) [[εκτείνω]] με [[περιστροφή]] τών κοχλιών<br /><b>3.</b> (για χειρούργο) [[συστρέφω]] με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο [[μέλος]] για να το ανατάξω, να το [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>στρεβλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μάτια) [[αλληθωρίζω]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

στρεβλῶ, -όω, ΝΑ στρεβλός
1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῡσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι στρεβλό, το στραβώνω, παραμορφώνω
αρχ.
1. στρέφω κοχλία ή τροχό ή εκτείνω, τεντώνω κάτι περιστρέφοντας τη στρέβλη
2. (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) εκτείνω με περιστροφή τών κοχλιών
3. (για χειρούργο) συστρέφω με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο μέλος για να το ανατάξω, να το επαναφέρω στη θέση του
4. παθ. στρεβλοῦμαι, -όομαι
(για τα μάτια) αλληθωρίζω.