κατακρατώ: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κατακρατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατώ]] κάποιον δια της βίας και [[παρά]] τον νόμο ή έχω [[κάτι]] υπό την [[κατοχή]] μου [[χωρίς]] να έχω το [[δικαίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου για πολλή ώρα<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]<br /><b>4.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[εξουσία]] σε [[κάτι]], [[εξουσιάζω]] («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῑν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]] («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῑν ἀνδρὸς εἴωθεν [[γυνή]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[χωνεύω]] («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκτώ]] [[ικανότητα]] σε [[κάτι]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καλά «κατακρατεῑν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρατῶ</i> «[[είμαι]] [[κύριος]], [[επικρατώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]], [[εξουσία]]»)].
|mltxt=(AM κατακρατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατώ]] κάποιον δια της βίας και [[παρά]] τον νόμο ή έχω [[κάτι]] υπό την [[κατοχή]] μου [[χωρίς]] να έχω το [[δικαίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου για πολλή ώρα<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]<br /><b>4.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[εξουσία]] σε [[κάτι]], [[εξουσιάζω]] («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῑν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]] («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν [[γυνή]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[χωνεύω]] («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκτώ]] [[ικανότητα]] σε [[κάτι]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καλά «κατακρατεῖν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρατῶ</i> «[[είμαι]] [[κύριος]], [[επικρατώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]], [[εξουσία]]»)].
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM κατακρατῶ, -έω)
νεοελλ.
κρατώ κάποιον δια της βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα
μσν.
1. καταβάλλω, νικώ
2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα
3. συγκρατώ, εμποδίζω
4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου, θυμάμαι
(μσν.-αρχ.)
1. αποκτώ εξουσία σε κάτι, εξουσιάζω («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῑν», Φίλ.)
2. υπερισχύω, επικρατώ («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει εἶναι», Ηρόδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου, κάνω κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή», Θεόφρ.)
4. χωνεύω («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῦντα», Πλάτ.)
5. αποκτώ ικανότητα σε κάτι, μαθαίνω κάτι καλά «κατακρατεῖν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρατῶ «είμαι κύριος, επικρατώ» (< κράτος «δύναμη, εξουσία»)].