πλεονεκτώ: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>1.</b> έχω, [[αποκτώ]] ή [[κερδίζω]] περισσότερα σε [[σχέση]] με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην [[Ευρώπη]]» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] [[έναντι]] άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη [[θέση]] (α. «η δική σας [[ομάδα]] πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ [[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]] περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῑν τῶν ἐχθρῶν», <b>Πλάτ.</b> γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῑτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω, [[απαιτώ]] ή [[διεκδικώ]] περισσότερα από όσα δικαιούμαι, [[επιδεικνύω]] [[απληστία]] («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] κάποιον με [[απάτη]], [[εξαπατώ]] («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῑν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπεριφέρομαι]] τυραννικά, [[εξουσιάζω]], [[τυραννώ]] κάποιον («[[ἄσκησις]] γὰρ οὐ πλεονεκτεῑ φύσιν [[ποτέ]]», Νείλ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] ισχυρότερος εις [[βάρος]] άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῑν τῶν τεθέντων νόμων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ. απρόσ.)<br /><i>πλεονεκτεῑται</i><br />αποτελεί [[πλεονεξία]], [[είναι]] [[πλεονεξία]].
|mltxt=πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>1.</b> έχω, [[αποκτώ]] ή [[κερδίζω]] περισσότερα σε [[σχέση]] με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην [[Ευρώπη]]» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] [[έναντι]] άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη [[θέση]] (α. «η δική σας [[ομάδα]] πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ [[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]] περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν», <b>Πλάτ.</b> γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῑτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω, [[απαιτώ]] ή [[διεκδικώ]] περισσότερα από όσα δικαιούμαι, [[επιδεικνύω]] [[απληστία]] («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] κάποιον με [[απάτη]], [[εξαπατώ]] («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπεριφέρομαι]] τυραννικά, [[εξουσιάζω]], [[τυραννώ]] κάποιον («[[ἄσκησις]] γὰρ οὐ πλεονεκτεῑ φύσιν [[ποτέ]]», Νείλ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] ισχυρότερος εις [[βάρος]] άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῖν τῶν τεθέντων νόμων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ. απρόσ.)<br /><i>πλεονεκτεῑται</i><br />αποτελεί [[πλεονεξία]], [[είναι]] [[πλεονεξία]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ πλεονέκτης
1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.)
2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη θέση (α. «η δική σας ομάδα πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν», Πλάτ. γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῑτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
1. έχω, απαιτώ ή διεκδικώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι, επιδεικνύω απληστία («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῑν», Πλάτ.)
2. κερδίζω κάποιον με απάτη, εξαπατώ («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)
3. συμπεριφέρομαι τυραννικά, εξουσιάζω, τυραννώ κάποιον («ἄσκησις γὰρ οὐ πλεονεκτεῑ φύσιν ποτέ», Νείλ)
αρχ.
1. γίνομαι ισχυρότερος εις βάρος άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῖν τῶν τεθέντων νόμων», Πλάτ.)
2. (το παθ. απρόσ.)
πλεονεκτεῑται
αποτελεί πλεονεξία, είναι πλεονεξία.