σοβώ: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σοβῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />βρίσκομαι σε λανθάνουσα [[κατάσταση]], [[υποβόσκω]], [[επίκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] πτηνά ( | |mltxt=σοβῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />βρίσκομαι σε λανθάνουσα [[κατάσταση]], [[υποβόσκω]], [[επίκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]] πτηνά («σοβεῖν τὰς ἀλεκτρυόνας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλάσσομαι από [[κάτι]], [[απομακρύνω]] [[γρήγορα]] (α. «δεῑ τὴν [[τρίχα]] σοβεῖν τὴν κόνιν», <b>Ξεν.</b><br />β. «τὰς ἄλλας φροντίδας... σεσοβῆσθαι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[κινώ]] ορμητικά ή βίαια («ταχὺν πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῑτε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]] με [[υπερηφάνεια]] και [[μεγαλοπρέπεια]] («διὰ τῆς ἀγορᾱς σοβεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>σοβοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] [[συγκίνηση]], ταράζομαι σφοδρά («σεσόβηται ἐρωτικῶς», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σοβῶ τὴν ὕλην» — [[διώχνω]] τα πτηνά από το [[δάσος]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «σοβῶ τὴν [[κύλικα]]» — [[αφήνω]] ή [[κάνω]] το [[ποτήρι]] να στριφογυρίσει <b>(Φιλόστρ.)</b><br />γ) «σοβῶ τοῖς ποτηρίοις τινά» — [[χτυπώ]] κάποιον με τα ποτήρια (Άμφις)<br />δ) «σοβοῦμαι [[προς]] τι» ή «σοβοῦμαι [[περί]] τι» — [[ποθώ]] [[κάτι]] διακαώς (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[ρυθμός]] σεσοβημένος» — [[ταχύς]] [[ρυθμός]] <b>(Λογγίν.)</b><br />στ) «[[κίνησις]] σεσοβημένη» — ορμητική [[κίνηση]] <b>(Φίλ.)</b><br />ζ) «σόβει εἰς [[Ἄργος]]» πήγαινε στο Άργος (<b>Λουκιαν.</b>)<br />η) «σοβῶ [[παρά]] τινα» — [[βαδίζω]] [[προς]] κάποιον <b>(Λογγ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτατικός [[επαναληπτικός]] τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδέβομαι, <b>πρβλ.</b> [[φέβομαι]]: <i>φοβῶ</i> (για σημασιολογικά <b>βλ. λ.</b> [[σέβομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
σοβῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι
αρχ.
1. διώχνω πτηνά («σοβεῖν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.)
2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῖν τὴν κόνιν», Ξεν.
β. «τὰς ἄλλας φροντίδας... σεσοβῆσθαι», Ιπποκρ.)
3. κινώ ορμητικά ή βίαια («ταχὺν πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῑτε», Αριστοφ.)
4. βαδίζω με υπερηφάνεια και μεγαλοπρέπεια («διὰ τῆς ἀγορᾱς σοβεῑ», Δημοσθ.)
5. παθ. σοβοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε μεγάλη συγκίνηση, ταράζομαι σφοδρά («σεσόβηται ἐρωτικῶς», Φιλόστρ.)
6. φρ. α) «σοβῶ τὴν ὕλην» — διώχνω τα πτηνά από το δάσος (Αριστοτ.)
β) «σοβῶ τὴν κύλικα» — αφήνω ή κάνω το ποτήρι να στριφογυρίσει (Φιλόστρ.)
γ) «σοβῶ τοῖς ποτηρίοις τινά» — χτυπώ κάποιον με τα ποτήρια (Άμφις)
δ) «σοβοῦμαι προς τι» ή «σοβοῦμαι περί τι» — ποθώ κάτι διακαώς (Πλούτ.)
ε) «ρυθμός σεσοβημένος» — ταχύς ρυθμός (Λογγίν.)
στ) «κίνησις σεσοβημένη» — ορμητική κίνηση (Φίλ.)
ζ) «σόβει εἰς Ἄργος» πήγαινε στο Άργος (Λουκιαν.)
η) «σοβῶ παρά τινα» — βαδίζω προς κάποιον (Λογγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατικός επαναληπτικός τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδέβομαι, πρβλ. φέβομαι: φοβῶ (για σημασιολογικά βλ. λ. σέβομαι)].