παρεκπίπτω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν | |mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρεκπίπτω:''' (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.). | |elrutext='''παρεκπίπτω:''' (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:39, 27 March 2021
English (LSJ)
A slope, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Placit.3.12.1.
German (Pape)
[Seite 513] (s. πίπτω), heraus u. anderswohin fallen, Plut. plac. phil. 3, 12; sich daneben od. heimlich herausschleichen, entkommen, Sp.; ausfallen, von Wörtern, D. Hal. C. V. c. 25.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκπίπτω: ἐκπίπτω ὡς εἰ κατὰ τύχην, μένω ἔξω, ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συντάξ. 25. ΙΙ. ὁρμῶ εἰς, εἰς τὴν πόλιν Φίλων Βελοπ. σελ. 80, 235. ΙΙΙ. γίνομαι ἐπικλινής, κατάντης, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Πλούτ. 2. 895Ε.
French (Bailly abrégé)
tomber dans un autre sens, s’affaisser.
Étymologie: παρά, ἐκπίπτω.
Greek Monolingual
Α εκπίπτω
1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω
2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω
3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.).
Russian (Dvoretsky)
παρεκπίπτω: (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).