συντομία: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντομος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συντόμου, [[βραχύτητα]] («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σημείο]] απλούστευσης μουσικής [[γραφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχυλογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] συντομίας» — για [[οικονομία]] χρόνου<br />β) «εν [[συντομία]]» — με [[λίγα]] [[λόγια]], [[σύντομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαίρεση]], [[διάσπαση]] («[[ὥστε]] μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντομος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συντόμου, [[βραχύτητα]] («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῖν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σημείο]] απλούστευσης μουσικής [[γραφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχυλογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] συντομίας» — για [[οικονομία]] χρόνου<br />β) «εν [[συντομία]]» — με [[λίγα]] [[λόγια]], [[σύντομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαίρεση]], [[διάσπαση]] («[[ὥστε]] μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντομία Medium diacritics: συντομία Low diacritics: συντομία Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΑ
Transliteration A: syntomía Transliteration B: syntomia Transliteration C: syntomia Beta Code: suntomi/a

English (LSJ)

ἡ, A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458. II simplicity, in Music, Philoch.66.

Greek (Liddell-Scott)

συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύντομος
1. η ιδιότητα του συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῖν», Λυκούργ.)
2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής
νεοελλ.
1. βραχυλογία
2. φρ. α) «χάριν συντομίας» — για οικονομία χρόνου
β) «εν συντομία» — με λίγα λόγια, σύντομα
μσν.-αρχ.
διαίρεση, διάσπασηὥστε μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).

Greek Monotonic

συντομία: ἡ, βραχύτητα, συντομία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συντομία: ἡ краткость, сжатость (λόγων Plat.); краткость, непродолжительность (ὁδοῦ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντομία -ας, ἡ [σύντομος] kortheid. Plut. Ant. 41.3. beknoptheid:. λόγων van woorden Plat. Phaedr. 267b.

Middle Liddell

συντομία, ἡ,
conciseness, Plat., Arist. [from σύντομος

English (Woodhouse)

conciseness, of speech, shortening

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)