κατακρατώ: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(19)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κατακρατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατώ]] κάποιον δια της βίας και [[παρά]] τον νόμο ή έχω [[κάτι]] υπό την [[κατοχή]] μου [[χωρίς]] να έχω το [[δικαίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου για πολλή ώρα<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]<br /><b>4.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[εξουσία]] σε [[κάτι]], [[εξουσιάζω]] («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῑν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]] («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῑν ἀνδρὸς εἴωθεν [[γυνή]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[χωνεύω]] («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῡντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκτώ]] [[ικανότητα]] σε [[κάτι]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καλά «κατακρατεῑν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρατῶ</i> «[[είμαι]] [[κύριος]], [[επικρατώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]], [[εξουσία]]»)].
|mltxt=(AM κατακρατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατώ]] κάποιον δια της βίας και [[παρά]] τον νόμο ή έχω [[κάτι]] υπό την [[κατοχή]] μου [[χωρίς]] να έχω το [[δικαίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου για πολλή ώρα<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]<br /><b>4.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[εξουσία]] σε [[κάτι]], [[εξουσιάζω]] («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῖν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]] («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν [[γυνή]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[χωνεύω]] («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκτώ]] [[ικανότητα]] σε [[κάτι]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καλά «κατακρατεῖν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρατῶ</i> «[[είμαι]] [[κύριος]], [[επικρατώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]], [[εξουσία]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM κατακρατῶ, -έω)
νεοελλ.
κρατώ κάποιον δια της βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα
μσν.
1. καταβάλλω, νικώ
2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα
3. συγκρατώ, εμποδίζω
4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου, θυμάμαι
(μσν.-αρχ.)
1. αποκτώ εξουσία σε κάτι, εξουσιάζω («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῖν», Φίλ.)
2. υπερισχύω, επικρατώ («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει εἶναι», Ηρόδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου, κάνω κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή», Θεόφρ.)
4. χωνεύω («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῦντα», Πλάτ.)
5. αποκτώ ικανότητα σε κάτι, μαθαίνω κάτι καλά «κατακρατεῖν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρατῶ «είμαι κύριος, επικρατώ» (< κράτος «δύναμη, εξουσία»)].